διορύσσω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
διορύσσω
διορύξω
형태분석:
δι
(접두사)
+
ὀρύσς
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to dig through or across
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- διώρυσσον δ’ ἅμα γυναιξὶ καὶ παισίν, ἔνδοθεν ἀρχόμενοι καὶ πάνυ λανθάνοντεσ· (Appian, The Foreign Wars, chapter 18 5:7)
(아피아노스, The Foreign Wars, chapter 18 5:7)
- Ὁ δὲ Σύλλασ αὐτίκα τοῦ ἄστεοσ ληφθέντοσ, οὐ περιμένων ἔτι τὸν Πειραιᾶ διὰ πολιορκίασ ἐξελεῖν, κριοὺσ ὁμοῦ καὶ βέλη καὶ ἀκόντια ἐπῆγεν, ἄνδρασ τε πολλοὺσ οἳ διώρυσσον ὑπὸ χελώναισ τὰ τείχη, καὶ σπείρασ αἳ τοὺσ ἐπὶ τῶν τειχῶν ἀκοντίζουσαί τε καὶ τοξεύουσαι θαμινὰ ἀνέκοπτον. (Appian, The Foreign Wars, chapter 6 3:1)
(아피아노스, The Foreign Wars, chapter 6 3:1)
- Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺσ ἐπὶ τῆσ γῆσ, ὅπου σὴσ καὶ βρῶσισ ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσιν καὶ κλέπτουσιν· (, chapter 1 226:1)
(, chapter 1 226:1)
- θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺσ ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴσ οὔτε βρῶσισ ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· (, chapter 1 227:1)
(, chapter 1 227:1)
- καὶ ὅθεν μὲν διορύσσειν ἤρξαντο δῆλόν ἐστιν, ἐσ δὲ τὸ πετρῶδεσ οὐ προεχώρησαν ἀρχήν· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 1 10:4)
(파우사니아스, Description of Greece, , chapter 1 10:4)
유의어
-
to dig through or across
파생어
- ἀνορύσσω (캐다, 힘껏 파내다, 파다)
- ἐξορύσσω (사이를 파내다, 파내다, 캐다)
- κατορύσσω (묻히다, 땅에 묻다, 심다)
- ὀρύσσω (파다, ~앞을 파다, 뚫다)
- παρορύσσω (to dig alongside or parallel, to dig one against another)
- περιορύσσω (파다, 돌다, ~앞을 파다)
- ὑπορύσσω (아래를 파다, 토대를 허물다, 뚫다)