Ancient Greek-English Dictionary Language

δίωγμα

Third declension Noun; Neuter 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δίωγμα

Structure: διωγματ (Stem)

Etym.: diw/kw

Sense

  1. a pursuit, chase
  2. that which is chased, "the chase, "

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • Πολυαίνῳ δ’ ἐπέταξε τῷ Μεγαλοπολίτῃ τοὺσ περιλειπομένουσ καὶ τοὺσ διακεκλικότασ τὴν φυγὴν Ἰλλυριοὺσ καὶ θωρακίτασ καὶ μισθοφόρουσ συναθροίσαντι μετὰ σπουδῆσ ἐφεδρεύειν τῷ κέρατι τῆσ φάλαγγοσ καὶ τηρεῖν τὴν ἐπάνοδον τῶν ἐκ διώγματοσ ἀναχωρούντων. (Polybius, Histories, book 11, chapter 15 5:1)
  • εἰδὼσ οὖν αὐτὸν κατὰ τὴν τοῦ διώγματοσ παράπτωσιν ἀποτετμημένον ἐν τοῖσ πρὸσ τὴν πόλιν μέρεσι τῆσ τάφρου μετὰ τῶν ἰδίων μισθοφόρων, ἐκαραδόκει τὴν τούτου παρουσίαν. (Polybius, Histories, book 11, chapter 17 3:1)
  • ὁ δὲ Μαχανίδασ, συνθεωρήσασ κατὰ τὴν ἀπόλυσιν τὴν ἀπὸ τοῦ διώγματοσ φεύγουσαν τὴν αὑτοῦ δύναμιν, καὶ συλλογισάμενοσ διότι προπέπτωκε καὶ διέψευσται τῆσ ὅλησ ἐλπίδοσ, εὐθέωσ ἐπειρᾶτο συστραφεὶσ μεθ’ ὧν εἶχε περὶ αὑτὸν ξένων, ἅθρουσ διαπεσεῖν διὰ τῶν ἐσκεδασμένων καὶ διωκόντων. (Polybius, Histories, book 11, chapter 17 4:1)
  • ἑώσ οἱ περὶ τὸν Μασαννάσαν καὶ Λαίλιον ἀπὸ τοῦ διώγματοσ τῶν ἱππέων ἀνακάμπτοντεσ [καὶ] δαιμονίωσ εἰσ δέοντα καιρὸν συνῆψαν. (Polybius, Histories, book 15, chapter 14 7:1)
  • φησὶ γὰρ αὐτὸν ἰδόντα τοὺσ περὶ τὸν νεώτερον Ἀντίοχον ἐκ τοῦ διώγματοσ ἐπιφαινομένουσ κατὰ νώτου τοῖσ φαλαγγίταισ, καὶ διὰ τοῦτο τὰσ τοῦ νικᾶν ἐλπίδασ ἀπογνόντα, ποιεῖσθαι τὴν ἀποχώρησιν· (Polybius, Histories, book 16, chapter 19 10:2)

Synonyms

  1. a pursuit

  2. that which is chased

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION