헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διασκάπτω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διασκάπτω διασκάψω

형태분석: δια (접두사) + σκάπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to dig through

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διασκάπτω

διασκάπτεις

διασκάπτει

쌍수 διασκάπτετον

διασκάπτετον

복수 διασκάπτομεν

διασκάπτετε

διασκάπτουσιν*

접속법단수 διασκάπτω

διασκάπτῃς

διασκάπτῃ

쌍수 διασκάπτητον

διασκάπτητον

복수 διασκάπτωμεν

διασκάπτητε

διασκάπτωσιν*

기원법단수 διασκάπτοιμι

διασκάπτοις

διασκάπτοι

쌍수 διασκάπτοιτον

διασκαπτοίτην

복수 διασκάπτοιμεν

διασκάπτοιτε

διασκάπτοιεν

명령법단수 διασκάπτε

διασκαπτέτω

쌍수 διασκάπτετον

διασκαπτέτων

복수 διασκάπτετε

διασκαπτόντων, διασκαπτέτωσαν

부정사 διασκάπτειν

분사 남성여성중성
διασκαπτων

διασκαπτοντος

διασκαπτουσα

διασκαπτουσης

διασκαπτον

διασκαπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διασκάπτομαι

διασκάπτει, διασκάπτῃ

διασκάπτεται

쌍수 διασκάπτεσθον

διασκάπτεσθον

복수 διασκαπτόμεθα

διασκάπτεσθε

διασκάπτονται

접속법단수 διασκάπτωμαι

διασκάπτῃ

διασκάπτηται

쌍수 διασκάπτησθον

διασκάπτησθον

복수 διασκαπτώμεθα

διασκάπτησθε

διασκάπτωνται

기원법단수 διασκαπτοίμην

διασκάπτοιο

διασκάπτοιτο

쌍수 διασκάπτοισθον

διασκαπτοίσθην

복수 διασκαπτοίμεθα

διασκάπτοισθε

διασκάπτοιντο

명령법단수 διασκάπτου

διασκαπτέσθω

쌍수 διασκάπτεσθον

διασκαπτέσθων

복수 διασκάπτεσθε

διασκαπτέσθων, διασκαπτέσθωσαν

부정사 διασκάπτεσθαι

분사 남성여성중성
διασκαπτομενος

διασκαπτομενου

διασκαπτομενη

διασκαπτομενης

διασκαπτομενον

διασκαπτομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to dig through

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION