헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαρκέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαρκέω διαρκέσω

형태분석: δι (접두사) + ἀρκέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 견디다, 참다, 내밀다, 뻗다
  1. to have full strength, be quite sufficient, to be a match for
  2. to hold out, endure, last
  3. to supply nourishment

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διάρκω

διάρκεις

διάρκει

쌍수 διάρκειτον

διάρκειτον

복수 διάρκουμεν

διάρκειτε

διάρκουσιν*

접속법단수 διάρκω

διάρκῃς

διάρκῃ

쌍수 διάρκητον

διάρκητον

복수 διάρκωμεν

διάρκητε

διάρκωσιν*

기원법단수 διάρκοιμι

διάρκοις

διάρκοι

쌍수 διάρκοιτον

διαρκοίτην

복수 διάρκοιμεν

διάρκοιτε

διάρκοιεν

명령법단수 διᾶρκει

διαρκεῖτω

쌍수 διάρκειτον

διαρκεῖτων

복수 διάρκειτε

διαρκοῦντων, διαρκεῖτωσαν

부정사 διάρκειν

분사 남성여성중성
διαρκων

διαρκουντος

διαρκουσα

διαρκουσης

διαρκουν

διαρκουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διάρκουμαι

διάρκει, διάρκῃ

διάρκειται

쌍수 διάρκεισθον

διάρκεισθον

복수 διαρκοῦμεθα

διάρκεισθε

διάρκουνται

접속법단수 διάρκωμαι

διάρκῃ

διάρκηται

쌍수 διάρκησθον

διάρκησθον

복수 διαρκώμεθα

διάρκησθε

διάρκωνται

기원법단수 διαρκοίμην

διάρκοιο

διάρκοιτο

쌍수 διάρκοισθον

διαρκοίσθην

복수 διαρκοίμεθα

διάρκοισθε

διάρκοιντο

명령법단수 διάρκου

διαρκεῖσθω

쌍수 διάρκεισθον

διαρκεῖσθων

복수 διάρκεισθε

διαρκεῖσθων, διαρκεῖσθωσαν

부정사 διάρκεισθαι

분사 남성여성중성
διαρκουμενος

διαρκουμενου

διαρκουμενη

διαρκουμενης

διαρκουμενον

διαρκουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μετὰ δὲ τοῦτον ἑκατέρωθεν διαρκεῖσ τοῖσ ’ ἀποδυομένοισ ἀποθέσεισ, καὶ μέσοσ οἶκοσ ὕψει τε ὑψηλότατοσ καὶ φωτὶ φαιδρότατοσ, ψυχροῦ ὕδατοσ ἔχων τρεῖσ κολυμβήθρασ, Λακαίνῃ λίθῳ κεκοσμημένοσ, καὶ εἰκόνεσ ἐν αὐτῷ λίθου λευκοῦ τῆσ ἀρχαίασ ἐργασίασ, ἡ μὲν Ὑγιείασ, ἡ δὲ Ἀσκληπιοῦ. (Lucian, (no name) 5:3)

    (루키아노스, (no name) 5:3)

  • "σοφώτεροσ δὲ τοῦ Πλάτωνοσ ὁ Ἐπίκουροσ, πάνθ’ ὁμοίωσ ὄντα προσαγορεύει, τὸ ἀναφὲσ κενόν, τὸ ἀντερεῖδον σῶμα, τὰσ ἀρχάσ, τὰ συγκρίματα κοινῆσ ναὶ μὰ Δί’ ἡγούμενοσ οὐσίασ μετέχειν τὸ ἀίδιον τῷ γιγνομένῳ, τὸ ἀνώλεθρον τῷ φθειρομένῳ, τὰσ ἀπαθεῖσ καὶ διαρκεῖσ καὶ ἀμεταβλήτουσ καὶ μηδέποτε τοῦ εἶναι δυναμένασ ἐκπεσεῖν φύσεισ ταύταισ ὧν ἐν τῷ πάσχειν καὶ μεταβάλλειν τὸ εἶναι, ταῖσ μηδένα χρόνον ὡσαύτωσ; (Plutarch, Adversus Colotem, section 163)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 163)

  • "τοὺσ δ’ ἐπὶ τῆσ σελήνησ, εἴπερ εἰσίν, εὐσταλεῖσ εἶναι τοῖσ σώμασι καὶ διαρκεῖσ ὑπὸ τῶν τυχόντων τρέφεσθαι πιθανόν ἐστι· (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 2538)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 2538)

  • ὁπότε γὰρ εἰσ ὄχλου πλῆθοσ ἐπίδοσιν αἱ πόλεισ τισὶ λάβοιεν ὥστε μηκέτι τὰσ οἰκείασ τροφὰσ ἅπασιν εἶναι διαρκεῖσ, ἢ κακωθεῖσα ταῖσ οὐρανίοισ μεταβολαῖσ ἡ γῆ σπανίουσ τοὺσ εἰωθότασ καρποὺσ ἐξενέγκειεν, ἢ τοιόνδε τι πάθοσ ἄλλο τὰσ πόλεισ κατασχὸν εἴτε ἄμεινον εἴτε χεῖρον ἀνάγκην ἐπιστήσειε μειώσεωσ τοῦ πλήθουσ, θεῶν ὅτῳ δὴ καθιεροῦντεσ ἀνθρώπων ἐτείουσ γονὰσ ἐξέπεμπον ὅπλοισ κοσμήσαντεσ ἐκ τῆσ σφετέρασ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 16 2:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 16 2:1)

  • οἰκείων ὅπλων, ἀλλ’ ἕξειν δυνάμεισ αἰεὶ διαρκεῖσ, κἂν πρὸσ πάντασ ἀνθρώπουσ ἀναγκασθῇ πολεμεῖν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 23 8:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 23 8:1)

유의어

  1. 견디다

  2. to supply nourishment

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION