διακρούω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
διακρούω
διακρούσω
형태분석:
δια
(접두사)
+
κρού
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 피하다, 빠져나가다, 제쳐놓다, 회피하다, 없애다, 탈출하다, 제거하다, 쫓다
- to prove by knocking or ringing
- to drive from oneself, get rid of, elude, to evade, by delays, to practise evasions, to escape from
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὡσ δὲ καθίσασ διεκρούετο τὰσ δεήσεισ καὶ προσκειμένων βιαιότερον ἠγανάκτει πρὸσ ἕκαστον, ὁ μὲν Τίλλιοσ τὴν τήβεννον αὐτοῦ ταῖσ χερσὶν ἀμφοτέραισ συλλαβὼν ἀπὸ τοῦ τραχήλου κατῆγεν ὅπερ ἦν σύνθημα τῆσ ἐπιχειρήσεωσ, πρῶτοσ δὲ Κάσκασ ξίφει παίει παρὰ τὸν αὐχένα πληγὴν οὐ θανατηφόρον οὐδὲ βαθεῖαν, ἀλλ’, ὡσ εἰκὸσ, ἐν ἀρχῇ τολμήματοσ μεγάλου ταραχθείσ, ὥστε καὶ τὸν Καίσαρα μεταστραφέντα τοῦ ἐγχειριδίου λαβέσθαι καὶ κατασχεῖν. (Plutarch, Caesar, chapter 66 4:1)
(플루타르코스, Caesar, chapter 66 4:1)
- πολλῶν δὲ καὶ δυνατῶν δεομένων καὶ λιπαρούντων ὥσπερ ἐκβιασθεὶσ ἀντικαθίστατο τῷ Τιβερίῳ καὶ διεκρούετο τὸν νόμον. (Plutarch, Tiberius Gracchus, chapter 10 2:1)
(플루타르코스, Tiberius Gracchus, chapter 10 2:1)
- ὑπαγόντων οὖν ἐπὶ τοῖσδε τὸν Βάρκαν τῶν ἐχθρῶν ἐσ κρίσιν ὡσ αἴτιον τῇ πατρίδι τοσῶνδε συμφορῶν γενόμενον, θεραπεύσασ ὁ Βάρκασ τοὺσ πολιτευομένουσ, ὧν ἦν δημοκοπικώτατοσ Ἀσδρούβασ ὁ τὴν αὐτοῦ Βάρκα θυγατέρα ἔχων, τάσ τε δίκασ διεκρούετο, καὶ Νομάδων τινὸσ κινήματοσ γενομένου στρατηγὸσ ἔπραξεν ἐπ’ αὐτοὺσ αἱρεθῆναι μετ’ Ἄννωνοσ τοῦ μεγάλου λεγομένου, ἔτι τὰσ εὐθύνασ τῆσ προτέρασ στρατηγίασ ὀφείλων. (Appian, The Foreign Wars, chapter 1 4:5)
(아피아노스, The Foreign Wars, chapter 1 4:5)
- πολλῶν δὲ καὶ πυκνῶν φερομένων βελῶν, τὰ μὲν ἐξένευε, τὰ δὲ διεκρούετο, τινὰ δὲ ἐκ τοῦ σώματοσ ἐξαιρῶν τούτοισ ἠμύνετο τοὺσ ἐπιφερομένουσ. (Diodorus Siculus, Library, book xv, chapter 87 1:2)
(디오도로스 시켈로스, Library, book xv, chapter 87 1:2)
유의어
-
to prove by knocking or ringing
파생어
- ἀνακρούω (확인하다, 억제하다, 제지하다)
- ἀποκρούω (~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다)
- ἐγκρούω (때리다, 두드리다, 치다)
- ἐκκρούω (쫓아내다, 몰아내다, 좌절시키다)
- ἐπικρούω (때리다, 두드리다, 치다)
- κρούω (때리다, 두드리다, 타격하다)
- παρακρούω (실망시키다, 당황하게하다, 좌절시키다)
- περικρούω (to strike off all round, having, knocked off)
- προσκρούω (실패하다, 넘어지다, 실수하다)
- συγκρούω (to strike together, to clap, to bring into collision)
- ὑποκρούω (방해하다, 중단시키다, 가로막다)