헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαφρέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαφρέω διαφρήσω

형태분석: δι (접두사) + ἀφρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to let through, let pass

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διάφρω

διάφρεις

διάφρει

쌍수 διάφρειτον

διάφρειτον

복수 διάφρουμεν

διάφρειτε

διάφρουσιν*

접속법단수 διάφρω

διάφρῃς

διάφρῃ

쌍수 διάφρητον

διάφρητον

복수 διάφρωμεν

διάφρητε

διάφρωσιν*

기원법단수 διάφροιμι

διάφροις

διάφροι

쌍수 διάφροιτον

διαφροίτην

복수 διάφροιμεν

διάφροιτε

διάφροιεν

명령법단수 διᾶφρει

διαφρεῖτω

쌍수 διάφρειτον

διαφρεῖτων

복수 διάφρειτε

διαφροῦντων, διαφρεῖτωσαν

부정사 διάφρειν

분사 남성여성중성
διαφρων

διαφρουντος

διαφρουσα

διαφρουσης

διαφρουν

διαφρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διάφρουμαι

διάφρει, διάφρῃ

διάφρειται

쌍수 διάφρεισθον

διάφρεισθον

복수 διαφροῦμεθα

διάφρεισθε

διάφρουνται

접속법단수 διάφρωμαι

διάφρῃ

διάφρηται

쌍수 διάφρησθον

διάφρησθον

복수 διαφρώμεθα

διάφρησθε

διάφρωνται

기원법단수 διαφροίμην

διάφροιο

διάφροιτο

쌍수 διάφροισθον

διαφροίσθην

복수 διαφροίμεθα

διάφροισθε

διάφροιντο

명령법단수 διάφρου

διαφρεῖσθω

쌍수 διάφρεισθον

διαφρεῖσθων

복수 διάφρεισθε

διαφρεῖσθων, διαφρεῖσθωσαν

부정사 διάφρεισθαι

분사 남성여성중성
διαφρουμενος

διαφρουμενου

διαφρουμενη

διαφρουμενης

διαφρουμενον

διαφρουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to let through

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION