헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαδοχή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαδοχή

형태분석: διαδοχ (어간) + η (어미)

어원: diade/xomai

  1. 연속, 발달, 이력, 경력
  2. 중계, 구제, 구원
  1. a taking from
  2. succession, successions or reliefs, in turns
  3. a relief, relay

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αἱ δὲ ἄλλαι σχεδὸν ἅπασαι διαδοχαὶ πολλῶν μὲν ἔχουσι παίδων, πολλῶν δὲ μητέρων φόνουσ καὶ γυναικῶν· (Plutarch, Demetrius, chapter 3 4:1)

    (플루타르코스, Demetrius, chapter 3 4:1)

  • Τὰ δὲ περὶ τὰ νοσήματα, ἐξ ὧν διεγινώσκομεν, μαθόντεσ ἐκ τῆσ κοινῆσ φύσιοσ ἁπάντων καὶ τῆσ ἰδίησ ἑκάστου, ἐκ τοῦ νοσήματοσ, ἐκ τοῦ νοσέοντοσ, ἐκ τῶν προσφερομένων, ἐκ τοῦ προσφέροντοσ ‐‐ ἐπὶ τὸ Ῥᾷονγὰρ καὶ χαλεπώτερον ἐκ τούτων ‐‐, ἐκ τῆσ καταστάσιοσ ὅλησ καὶ κατὰ μέρεα τῶν οὐρανίων καὶ χώρησ ἑκάστησ, ἐκ τοῦ ἔθεοσ, ἐκ τῆσ διαίτησ, ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων, ἐκ τῆσ ἡλικίησ ἑκάστου, λόγοισι, τρόποισι, σιγῇ, δια νοήμασιν, ὕπνοισιν, οὐχ ὕπνοισιν, ἐνυπνίοισι, οἱοίσι καὶ ὅτε, τιλμοῖσι, κνησμοῖσι, δάκρυσιν, ἐκ τῶν παροξυσμῶν, διαχωρήμασιν, οὔροισιν, πτυάλοισιν, ἐμέτοισι, καὶ ὅσαι ἐξ οἱών ἐσ οἱᾶ διαδοχαὶ νοσημάτων καὶ ἀποστάσιεσ ἐπὶ τὸ ὀλέθριον καὶ κρίσιμον, ἱδρώσ, Ῥῖγοσ, ψύξισ, βήξ, πταρμοί, λυγμοί, πνεύματα, ἐρεύξιεσ, φῦσαι, σιγῶσαι, ψοφώδεεσ, αἱμορραγίαι, αἱμορροί̈δεσ. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 195)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 195)

  • ἐγένοντο γὰρ πλεῖσται διαδοχαὶ φιλοσοφίασ. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 1, chapter 3 2:1)

    (위 플루타르코스, Placita Philosophorum, book 1, chapter 3 2:1)

  • αἵδε μὲν ἀρχαὶ καὶ διαδοχαὶ καὶ τοσαῦτα μέρη καὶ τόσαι φιλοσοφίασ αἱρέσεισ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, , PROOIMION 20:9)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, , PROOIMION 20:9)

  • ἀποθανόντοσ δ’ ἐκείνου πολλαὶ διαδοχαὶ τῶν ἐκείνου γεγόνασι. (Strabo, Geography, Book 12, chapter 3 26:6)

    (스트라본, 지리학, Book 12, chapter 3 26:6)

유의어

  1. a taking from

  2. 연속

  3. 중계

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION