헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δεισιδαιμονία

1군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δεισιδαιμονία

어원: from deisidai/mwn

  1. 미신, 경건, 종교적 외경, 종교적 양심
  1. fear of the gods, religious feeling, superstition

예문

  • ἱστορεῖται δ’ ὑπ’ αὐτὸν ἐκεῖνον τὸν χρόνον τῶν Καρῶν δεισιδαιμονίᾳ περισχεθέντων ἐπὶ τὸ μαντεῖον τοῦ θεοῦ παραγενομένων εἰσ Ὕβλαν καὶ πυνθανομένων περὶ τῶν ἀπηντημένων, θεσπίσαι τὸν Ἀπόλλωνα ποινὴν αὐτοὺσ ἀποδοῦναι τῇ θεῷ δι’ ἑαυτῶν ἑκούσιον καὶ χωρὶσ δυσχεροῦσ συμφορᾶσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 131)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 131)

  • ἐκ δὲ τούτου δεισιδαιμονία προσέπεσε τῷ βασιλεῖ καὶ φόβοσ, ἄλλων καθαρμῶν ταῖσ γυναιξὶν ἀρχὴν παρασχών, ὡσ ἀνδρὸσ ἀνῃρημένου θεοφιλοῦσ καὶ κρείττονοσ τὴν φύσιν. (Plutarch, Cleomenes, chapter 39 2:1)

    (플루타르코스, Cleomenes, chapter 39 2:1)

  • ὅθεν ἡ μὲν ἀθεότησ λόγοσ ἐστὶ διεψευσμένοσ, ἡ δὲ δεισιδαιμονία πάθοσ ἐκ λόγου ψευδοῦσ ἐγγεγενημένον. (Plutarch, De superstitione, section 2 4:1)

    (플루타르코스, De superstitione, section 2 4:1)

  • ὦ βάρβαρ’ ἐξευρόντεσ Ἕλληνεσ κακά τῇ δεισιδαιμονίᾳ, πηλώσεισ καταβορβορώσεισ βαπτισμούσ, ῥίψεισ ἐπὶ πρόσωπον, αἰσχρὰσ; (Plutarch, De superstitione, section 3 12:1)

    (플루타르코스, De superstitione, section 3 12:1)

  • ἡ δὲ δεισιδαιμονία θεῶν ἀλλαγὴν οὐ δίδωσιν, οὐδ’ ἔστιν εὑρεῖν ὃν οὐ φοβήσεται θεὸν ὁ φοβούμενοσ τοὺσ πατρῴουσ καὶ γενεθλίουσ, ὁ φρίττων τοὺσ σωτῆρασ; (Plutarch, De superstitione, section 4 4:1)

    (플루타르코스, De superstitione, section 4 4:1)

유의어

  1. 미신

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION