Ancient Greek-English Dictionary Language

δεῖμα

Third declension Noun; Neuter 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δεῖμα

Structure: δειματ (Stem)

Etym.: dei/dw

Sense

  1. fear, affright
  2. an object of fear, a terror, horror, fearful

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὦ φίλτατ’, ἔκ τοι δείματοσ δυσγνωσίαν εἶχον προσώπου· (Euripides, episode29)
  • ἐφ’ ἧσ μὲν γὰρ ἡ τοῦ πνεύματοσ δηλοῦται συγκοπὴ καὶ τὸ τῆσ φωνῆσ ἄτακτον, ἐφ’ ὧν δ’ ἡ τῆσ διανοίασ ἔκστασισ καὶ τὸ τοῦ δείματοσ ἀπροσδόκητον· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1528)
  • γενόμενον δ’ ἀετόν, ὡσ ἥψατο τοῦ προσώπου, περιβαλόντα τὰσ πτέρυγασ ἐξᾶραι καὶ κομίζειν πολλὴν ὁδόν, εἶτα χρυσοῦ τινὸσ κηρυκείου φανέντοσ, ἐπὶ τούτου στῆσαι βεβαίωσ αὐτὸν ἀμηχάνου δείματοσ καὶ ταραχῆσ ἀπαλλαγέντα. (Plutarch, , chapter 26 2:5)
  • καὶ πρὶν μὲν αἰὲν νυχίου δείματοσ ἦν μοι προβολὰ καὶ βελέων θούριοσ Αἰάσ· (Sophocles, Ajax, choral, antistrophe 21)
  • αἴθ’ ἔτλημεν, ἀφειδέεσ οὐλομένοιο δείματοσ, αὐτὰ κέλευθα διαμπερὲσ ὁρμηθῆναι πετράων. (Apollodorus, Argonautica, book 4 20:13)
  • ἐκ δείματόσ του νυκτέρου, δοκεῖν ἐμοί; (Sophocles, episode 5:35)

Synonyms

  1. fear

  2. an object of fear

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION