- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δάκρυον?

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: dakryon 고전 발음: [뤼온] 신약 발음: [뤼온]

기본형: δάκρυον δακρύου

형태분석: δακρυ (어간) + ον (어미)

  1. 눈물 방울, 이슬
  2. 고무, 잇몸, 즙, 껌
  1. tear
  2. Anything which drips like a tear: gum, sap

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δάκρυον

눈물 방울이

δακρύω

눈물 방울들이

δάκρυα

눈물 방울들이

속격 δακρύου

눈물 방울의

δακρύοιν

눈물 방울들의

δακρύων

눈물 방울들의

여격 δακρύῳ

눈물 방울에게

δακρύοιν

눈물 방울들에게

δακρύοις

눈물 방울들에게

대격 δάκρυον

눈물 방울을

δακρύω

눈물 방울들을

δάκρυα

눈물 방울들을

호격 δάκρυον

눈물 방울아

δακρύω

눈물 방울들아

δάκρυα

눈물 방울들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ΚΑΙ ἐπέστρεψα ἐγὼ καὶ εἶδον σὺν πάσας τὰς συκοφαντίας τὰς γενομένας ὑπὸ τὸν ἥλιον. καὶ ἰδοὺ δάκρυον τῶν συκοφαντουμένων, καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖς παρακαλῶν, καὶ ἀπὸ χειρὸς συκοφαντούντων αὐτοῖς ἰσχύς, καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖς παρακαλῶν. (Septuagint, Liber Ecclesiastes 4:1)

    (70인역 성경, 코헬렛 4:1)

  • κατέπιεν ὁ θάνατος ἰσχύσας, καὶ πάλιν ἀφεῖλε Κύριος ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ παντὸς προσώπου. τὸ ὄνειδος τοῦ λαοῦ ἀφεῖλεν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς, τὸ γὰρ στόμα Κυρίου ἐλάλησε. (Septuagint, Liber Isaiae 25:8)

    (70인역 성경, 이사야서 25:8)

  • Ἠλέκτ^ου πτέρι καὶ ὑμᾶς δηλαδὴ ὁ μῦθος πέπεικεν, αἰγείρους ἐπὶ τῷ Ἠριδανῷ ποταμῷ δακρύειν αὐτὸ θρηνούσας τὸν Φαέθοντα, καὶ ἀδελφάς γε εἶναι τὰς αἰγείρους ἐκείνας τοῦ Φαέθοντος, εἶτα ὀδυρομένας τὸ μειράκιον ἀλλαγῆναι ἐς τὰ δένδρα, καὶ ἀποστάζειν ἔτι αὐτῶν δάκρυον δῆθεν τὸ ἤλεκτρον. (Lucian, Electrum, (no name) 1:1)

    (루키아노스, Electrum, (no name) 1:1)

  • πεσόντα δέ μιν αἱ ἀδελφαὶ περιστᾶσαι πένθος μέγα ἐποίεον, ἔστε μετέβαλον τὰ εἴδεα, καὶ νῦν εἰσιν αἴγειροι καὶ τὸ ἤλεκτρον ἐπ αὐτῷ δάκρυον σταλάουσιν. (Lucian, De astrologia, (no name) 19:6)

    (루키아노스, De astrologia, (no name) 19:6)

  • βλέψον ἐμῶν βλεφάρων ἔπι δάκρυον, ἃ περὶ σοῖσι γούνασιν ὧδε πίτνω τέκνοις τάφον ἐξανύσασθαι. (Euripides, Suppliants, episode, hexameter7)

    (에우리피데스, Suppliants, episode, hexameter7)

유의어

  1. 눈물 방울

  2. 고무

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION