- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βράγχιον?

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: branchion 고전 발음: [랑키온] 신약 발음: [랑키온]

기본형: βράγχιον βραγχίου

형태분석: βραγχι (어간) + ον (어미)

  1. 날개, 지느러미
  1. fin
  2. (in the plural) gill

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βράγχιον

날개가

βραγχίω

날개들이

βράγχια

날개들이

속격 βραγχίου

날개의

βραγχίοιν

날개들의

βραγχίων

날개들의

여격 βραγχίῳ

날개에게

βραγχίοιν

날개들에게

βραγχίοις

날개들에게

대격 βράγχιον

날개를

βραγχίω

날개들을

βράγχια

날개들을

호격 βράγχιον

날개야

βραγχίω

날개들아

βράγχια

날개들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταύτας Ἀριστοτέλης ἱστορεῖ τὰ μὲν βράγχια ἔχειν καλυπτά, εἶναι καρχαρόδοντας καὶ τῶν συναγελαζομένων καὶ σαρκοφάγων χολήν τε ἔχειν ἰσομήκη τῷ ἐντέρῳ καὶ σπλῆνα ὁμοίως, λέγεται δὲ ὡς θηρευθεῖσαι προσανάλλονται καὶ ἀποτρώγουσαι τὴν ὁρμιὰν ἐκφεύγουσιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 62)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 62)

  • λεπτὰ γὰρ ἔχουσαι τὰ βράγχια αὐτίκα ὑπὸ τοῦ θολοῦ τοὺς πόρους ἐπιπωματίζονται. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 52 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 52 1:4)

  • Θεόφραστος ἐν τῷ περὶ τῶν ἐν τῷ ξηρῷ διαιτωμένων ἔγχελύν φησιν καὶ μύραιναν πολὺν χρόνον δύνασθαι ἔξω τοῦ ὑγροῦ ζῆν διὰ τὸ μικρὰ ἔχειν βράγχια καὶ ὀλίγον δέχεσθαι τὸ ὑγρόν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 902)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 902)

  • ἐξελὼν τὰ βράγχια, πλύνας, περικόψας τὰς ἀκάνθας τὰς κύκλῳ παράσχισον χρηστῶς διαπτύξας θ ὅλον τῷ σιλφίῳ μάστιξον εὖ τε καὶ καλῶς τυρῷ τε σάξον ἁλσὶ τ ἠδ ὀριγάνῳ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 120 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 120 1:4)

  • σχιζομένη γὰρ οὕτω κατὰ κορυφὴν ἡ θάλασσα τά τε βράγχια καταστέλλει καὶ κατὰ τῆς ἐπιφανείας ῥέουσα λείως πιέζει καὶ οὐκ ἀνίστησι τὸ φρικῶδες. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 28 5:1)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 28 5:1)

  • εὐνὴν δὲ ἀπὸ τῶν φύλλων ποιούμεθα, καὶ πῦρ ἄφθονον καίομεν, καὶ ὄρνεα δὲ θηρεύομεν τὰ εἰσπετόμενα, καὶ ζῶντας ἰχθῦς ἀγρεύομεν ἐξιόντες ἐπὶ τὰ βραγχία τοῦ θηρίου, ἔνθα καὶ λουόμεθα, ὁπόταν ἐπιθυμήσωμεν. (Lucian, Verae Historiae, book 1 34:6)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 1 34:6)

유의어

  1. 날개

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION