Ancient Greek-English Dictionary Language

αὐτόπτης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: αὐτόπτης αὐτόπτες

Structure: αὐτοπτη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: o)/yomai, fut. of o(ra/w

Sense

  1. seeing oneself, an eyewitness

Examples

  • καὶ Τρωγλοδυτικὴν καὶ τὴν ταύταισ συνάπτουσαν μέχρι τῆσ διὰ καῦμα ἀοικήτου, πρὸσ δὲ ταύταισ περὶ τῆσ παραλίασ τῆσ παρὰ τὴν Ἐρυθρὰν θάλατταν καὶ τὸ Ἀτλαντικὸν πέλαγοσ τὸ πρὸσ μεσημβρίαν κεκλιμένον, περὶ τοῦ καταλελειμμένου μέρουσ, λέγω δὲ τοῦ Ἀραβίου κόλπου, ποιησόμεθα τὴν ἀναγραφήν, τὰ μὲν ἐκ τῶν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ βασιλικῶν ὑπομνημάτων ἐξειληφότεσ, τὰ δὲ παρὰ τῶν αὐτοπτῶν πεπυσμένοι. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 38 1:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION