헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αὐλός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: αὐλός αὐλοῦ

형태분석: αὐλ (어간) + ος (어미)

어원: a)/hmi to blow

  1. 관, 파이프, 티비아, 담뱃대, 경골로 만든 관악기
  2. 관, 파이프, 갱, 홈, 담뱃대
  3. 관, 덕트
  4. 경기장, 운동장
  5. 독미나리
  1. any pipe-shaped instrument: flute, clarinet, pipe
  2. hollow tube, pipe, groove, shaft
  3. blowhole, duct
  4. stadium
  5. haulm (of grain)
  6. cowbane, Cicuta virosa
  7. razor shell

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 αὐλός

관이

αὐλώ

관들이

αὐλοί

관들이

속격 αὐλοῦ

관의

αὐλοῖν

관들의

αὐλῶν

관들의

여격 αὐλῷ

관에게

αὐλοῖν

관들에게

αὐλοῖς

관들에게

대격 αὐλόν

관을

αὐλώ

관들을

αὐλούς

관들을

호격 αὐλέ

관아

αὐλώ

관들아

αὐλοί

관들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μεταξὺ γὰρ αὐλῶν, φασίν, ὅτε τὸ πρῶτον ἠγωνίζετο, φιλοτιμότερον ἐμφυσῶν ἐναπέπνευσε τῷ αὐλῷ καὶ ἀστεφάνωτοσ ἐν τῇ σκηνῇ ἀπέθανε τὸ αὐτὸ καὶ πρῶτον καὶ ὕστατον αὐλήσασ ἐν τοῖσ Διονυσίοισ. (Lucian, Harmonides 6:1)

    (루키아노스, Harmonides 6:1)

  • παίδων χοροὶ συνελθόντεσ ὑπ’ αὐλῷ καὶ κιθάρᾳ οἱ μὲν ἐχόρευον, ὑπωρχοῦντο δὲ οἱ ἄριστοι προκριθέντεσ ἐξ αὐτῶν. (Lucian, De saltatione, (no name) 16:2)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 16:2)

  • ἐσθῆτι σηρικῇ καὶ προσωπείῳ εὐπρεπεῖ, αὐλῷ τε καὶ τερετίσμασι καὶ τῇ τῶν ᾀδόντων εὐφωνίᾳ, οἷσ κοσμεῖσθαι μηδὲν ὂν τὸ τοῦ ὀρχηστοῦ πρᾶγμα, ὁ τότε κατὰ τὸν Νέρωνα εὐδοκιμῶν ὀρχηστήσ, οὐκ ἀσύνετοσ, ὥσ φασιν, ἀλλ’ εἰ καί τισ ἄλλοσ ἔν τε ἱστορίασ μνήμῃ καὶ κινήσεωσ κάλλει διενεγκών, ἐδεήθη τοῦ Δημητρίου εὐγνωμονεστάτην, οἶμαι, τὴν δέησιν, ἰδεῖν ὀρχούμενον, ἔπειτα κατηγορεῖν αὐτοῦ καὶ ὑπέσχετό γε ἄνευ αὐλοῦ καὶ ᾀσμάτων ἐπιδείξεσθαι αὐτῷ. (Lucian, De saltatione, (no name) 63:3)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 63:3)

  • εἰ δ̓ ἐθέλεισ ἐπέραστοσ εἶναι, μὴ ἐπίσειε τὴν αἰγίδα μηδὲ τὸν κεραυνὸν φέρε, ἀλλ̓ ὡσ ἥδιστον ποίει σεαυτὸν ἑκατέρωθεν καθειμένοσ βοστρύχουσ, τῇ μίτρᾳ τούτουσ ἀνειλημμένοσ, πορφυρίδα ἔχε, ὑποδέου χρυσίδασ, ὑπ̓ αὐλῷ καὶ τυμπάνοισ εὔρυθμα βαῖνε, καὶ ὄψει ὅτι πλείουσ ἀκολουθήσουσί σοι τῶν Διονύσου Μαινάδων. (Lucian, Dialogi deorum, 3:5)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 3:5)

  • Ἐγὼ μὲν ᾐσχυνόμην ἄν, ὦ Ζεῦ, εἴ μοι τοιοῦτοσ υἱὸσ ἦν θῆλυσ οὕτω καὶ διεφθαρμένοσ ὑπὸ τῆσ μέθησ, μίτρᾳ μὲν ἀναδεδεμένοσ τὴν κόμην, τὰ πολλὰ δὲ μαινομέναισ ταῖσ γυναιξὶ συνών, ἁβρότεροσ αὐτῶν ἐκείνων, ὑπὸ τυμπάνοισ καὶ αὐλῷ καὶ κυμβάλοισ χορεύων, καὶ ὅλωσ παντὶ μᾶλλον ἐοικὼσ ἢ σοὶ τῷ πατρί. (Lucian, Dialogi deorum, 1:1)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 1:1)

유의어

  1. razor shell

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION