Ancient Greek-English Dictionary Language

ἅρπαξ

; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἅρπαξ

Etym.: a(rpa/zw

Sense

  1. rapacious
  2. rapine
  3. a robber, plunderer

Examples

  • Βενιαμὶν λύκοσ ἅρπαξ. τὸ πρωϊνὸν ἔδεται ἔτι καὶ εἰσ τὸ ἑσπέρασ δίδωσι τροφήν. (Septuagint, Liber Genesis 49:27)
  • μόναι δὲ δύο λεγεῶνεσ οὕτω γὰρ τὰ τάγματα Ῥωμαῖοι καλοῦσιν, ἐπίκλησιν ἡ μὲν Οὐϊτελλίου Ἅρπαξ, ἡ δὲ Ὄθωνοσ Βοηθόσ, εἰσ πεδίον ἐξελίξασαι ψιλὸν καὶ ἀναπεπταμένον, νόμιμόν τινα μάχην, συμπεσοῦσαι φαλαγγηδόν, ἐμάχοντο πολὺν χρόνον. (Plutarch, Otho, chapter 12 3:1)
  • δὼσ ἀγαθή, ἁρ́παξ δὲ κακή, θανάτοιο δότειρα. (Hesiod, Works and Days, Book WD 40:6)
  • ἐπιγίγνεται γὰρ βυρσοπώλησ ὁ Παφλαγών, ἁρ́παξ κεκράκτησ Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων. (Aristotle, Prologue 4:9)
  • πολιτείασ ἠθληκότα κομίζειν τὸν λόγον, ὡσ μὴ πολλάκισ ἀπαγορεύοντα καὶ σβεννύμενον ὑπερβάλλῃ τισ αὐτὸν ἁρ́παξ κεκράκτησ, κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων. (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 9 1:1)

Synonyms

  1. rapacious

  2. a robber

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION