헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποκρούω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποκρούω

형태분석: ἀπο (접두사) + κρού (어간) + ω (인칭어미)

  1. ~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다
  1. to beat off from, to beat off from oneself, beat off, to be beaten off
  2. with the, knocked off

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκρούω

ἀποκρούεις

ἀποκρούει

쌍수 ἀποκρούετον

ἀποκρούετον

복수 ἀποκρούομεν

ἀποκρούετε

ἀποκρούουσιν*

접속법단수 ἀποκρούω

ἀποκρούῃς

ἀποκρούῃ

쌍수 ἀποκρούητον

ἀποκρούητον

복수 ἀποκρούωμεν

ἀποκρούητε

ἀποκρούωσιν*

기원법단수 ἀποκρούοιμι

ἀποκρούοις

ἀποκρούοι

쌍수 ἀποκρούοιτον

ἀποκρουοίτην

복수 ἀποκρούοιμεν

ἀποκρούοιτε

ἀποκρούοιεν

명령법단수 ἀποκρούε

ἀποκρουέτω

쌍수 ἀποκρούετον

ἀποκρουέτων

복수 ἀποκρούετε

ἀποκρουόντων, ἀποκρουέτωσαν

부정사 ἀποκρούειν

분사 남성여성중성
ἀποκρουων

ἀποκρουοντος

ἀποκρουουσα

ἀποκρουουσης

ἀποκρουον

ἀποκρουοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκρούομαι

ἀποκρούει, ἀποκρούῃ

ἀποκρούεται

쌍수 ἀποκρούεσθον

ἀποκρούεσθον

복수 ἀποκρουόμεθα

ἀποκρούεσθε

ἀποκρούονται

접속법단수 ἀποκρούωμαι

ἀποκρούῃ

ἀποκρούηται

쌍수 ἀποκρούησθον

ἀποκρούησθον

복수 ἀποκρουώμεθα

ἀποκρούησθε

ἀποκρούωνται

기원법단수 ἀποκρουοίμην

ἀποκρούοιο

ἀποκρούοιτο

쌍수 ἀποκρούοισθον

ἀποκρουοίσθην

복수 ἀποκρουοίμεθα

ἀποκρούοισθε

ἀποκρούοιντο

명령법단수 ἀποκρούου

ἀποκρουέσθω

쌍수 ἀποκρούεσθον

ἀποκρουέσθων

복수 ἀποκρούεσθε

ἀποκρουέσθων, ἀποκρουέσθωσαν

부정사 ἀποκρούεσθαι

분사 남성여성중성
ἀποκρουομενος

ἀποκρουομενου

ἀποκρουομενη

ἀποκρουομενης

ἀποκρουομενον

ἀποκρουομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἄρτι μὲν τὴν ἀγελαίαν πτῆσιν αὐτῆσ ἐπὶ τὸ γάλα διέρχεται,^ ἄρτι δὲ τὴν Ἀθηνᾶν, ὁπότε τοῦ Μενέλεω τὸ βέλοσ ἀποκρούεται, ὡσ μὴ ἐπὶ τὰ καιριώτατα ἐμπέσοι, εἰκάζων μητρὶ κηδομένῃ κοιμωμένου αὐτῇ τοῦ βρέφουσ, τὴν μυῖαν αὖθισ ἐπεισάγει τῷ παραδείγματι. (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 5:8)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 5:8)

  • εἴπερ ὁ κολάζων αὐτὸν θεὸσ προσείων, καθάπερ οἱ τὰ ἄλογα τῶν ζῴων τοῖσ θαλλοῖσ ἄγοντεσ, τοὺσ τοιούτουσ καρποὺσ ἀποκρούεται αὐτὸν τῆσ ἀπολαύσεωσ, ὅτε τῆσ ἐλπίδοσ ἐγγὺσ ἔλθοι. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 45 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 45 3:1)

  • καὶ ὁ Φιλωνίδησ δὲ εἴρηκεν ὡσ ὁ τῆσ μυρρίνησ στέφανοσ τὴν ἐκ τῶν οἴνων ἀναθυμίασιν ἀποκρούεται καὶ ὁ τῶν ῥόδων ἔχει τι κεφαλαλγίασ παρηγορικὸν πρὸσ τῷ καὶ ἐμψύχειν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 18 1:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 18 1:3)

  • καὶ ταύτησ μὲν ἀποκρούεται, Κιλισσῶν δὲ λῃστρίδων αὐτῷ προσγενομένων Πιτυούσσῃ νήσῳ προσέβαλε, καὶ ἀπέβη τὴν παρ’ Ἀννίου φρουρὰν βιασάμενοσ. (Plutarch, Sertorius, chapter 7 3:2)

    (플루타르코스, Sertorius, chapter 7 3:2)

  • ὥσπερ γὰρ ὁ σίδηροσ πολλάκισ μὲν ἑλκομένῳ καὶ ἑπομένῳ πρὸσ τὴν λίθον ὅμοιόσ ἐστι, πολλάκισ δ’ ἀποστρέφεται καὶ ἀποκρούεται πρὸσ τοὐναντίον, οὕτωσ ἡ σωτήριοσ; (Plutarch, De Iside et Osiride, section 62 3:2)

    (플루타르코스, De Iside et Osiride, section 62 3:2)

유의어

  1. to beat off from

  2. ~와 비교하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION