Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀπαριθμέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀπαριθμέω

Structure: ἀπ (Prefix) + ἀριθμέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to count over, reckon up
  2. to reckon or pay back, repay

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀπαριθμῶ ἀπαριθμεῖς ἀπαριθμεῖ
Dual ἀπαριθμεῖτον ἀπαριθμεῖτον
Plural ἀπαριθμοῦμεν ἀπαριθμεῖτε ἀπαριθμοῦσιν*
SubjunctiveSingular ἀπαριθμῶ ἀπαριθμῇς ἀπαριθμῇ
Dual ἀπαριθμῆτον ἀπαριθμῆτον
Plural ἀπαριθμῶμεν ἀπαριθμῆτε ἀπαριθμῶσιν*
OptativeSingular ἀπαριθμοῖμι ἀπαριθμοῖς ἀπαριθμοῖ
Dual ἀπαριθμοῖτον ἀπαριθμοίτην
Plural ἀπαριθμοῖμεν ἀπαριθμοῖτε ἀπαριθμοῖεν
ImperativeSingular ἀπαρίθμει ἀπαριθμείτω
Dual ἀπαριθμεῖτον ἀπαριθμείτων
Plural ἀπαριθμεῖτε ἀπαριθμούντων, ἀπαριθμείτωσαν
Infinitive ἀπαριθμεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀπαριθμων ἀπαριθμουντος ἀπαριθμουσα ἀπαριθμουσης ἀπαριθμουν ἀπαριθμουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀπαριθμοῦμαι ἀπαριθμεῖ, ἀπαριθμῇ ἀπαριθμεῖται
Dual ἀπαριθμεῖσθον ἀπαριθμεῖσθον
Plural ἀπαριθμούμεθα ἀπαριθμεῖσθε ἀπαριθμοῦνται
SubjunctiveSingular ἀπαριθμῶμαι ἀπαριθμῇ ἀπαριθμῆται
Dual ἀπαριθμῆσθον ἀπαριθμῆσθον
Plural ἀπαριθμώμεθα ἀπαριθμῆσθε ἀπαριθμῶνται
OptativeSingular ἀπαριθμοίμην ἀπαριθμοῖο ἀπαριθμοῖτο
Dual ἀπαριθμοῖσθον ἀπαριθμοίσθην
Plural ἀπαριθμοίμεθα ἀπαριθμοῖσθε ἀπαριθμοῖντο
ImperativeSingular ἀπαριθμοῦ ἀπαριθμείσθω
Dual ἀπαριθμεῖσθον ἀπαριθμείσθων
Plural ἀπαριθμεῖσθε ἀπαριθμείσθων, ἀπαριθμείσθωσαν
Infinitive ἀπαριθμεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀπαριθμουμενος ἀπαριθμουμενου ἀπαριθμουμενη ἀπαριθμουμενης ἀπαριθμουμενον ἀπαριθμουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • αὐτίκα οἱ κιθαρίζειν τε καὶ ψάλλειν καὶ αὐλεῖν ἄκρωσ εἰδότεσ ὅταν κρούσεωσ ἀκούσωσιν ἀσυνήθουσ, οὐ πολλὰ πραγματευθέντεσ ἀπαριθμοῦσιν αὐτὴν εὐθὺσ ἐπὶ τῶν ὀργάνων ἅμα νοήσει· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2574)
  • οἱ δὲ καὶ τέταρτον Φύλακον ἐπιχώριον Δελφοῖσ ἀπαριθμοῦσιν ἡρ́ωα. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 23 3:3)

Synonyms

  1. to count over

  2. to reckon or pay back

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION