헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνασκευάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνασκευάζω

형태분석: ἀνα (접두사) + σκευάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 뜯다
  2. 파괴하다, 낭비하다, 파멸시키다, 죽이다
  3. 부수다, 꺾다, 터뜨리다, 부러지다
  1. to pack up the baggage, to break up one's camp, march away
  2. to disfurnish, dismantle, to dismantle one's
  3. to waste, ravage, destroy
  4. to be bankrupt, break, we are ruined

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνασκευάζω

ἀνασκευάζεις

ἀνασκευάζει

쌍수 ἀνασκευάζετον

ἀνασκευάζετον

복수 ἀνασκευάζομεν

ἀνασκευάζετε

ἀνασκευάζουσιν*

접속법단수 ἀνασκευάζω

ἀνασκευάζῃς

ἀνασκευάζῃ

쌍수 ἀνασκευάζητον

ἀνασκευάζητον

복수 ἀνασκευάζωμεν

ἀνασκευάζητε

ἀνασκευάζωσιν*

기원법단수 ἀνασκευάζοιμι

ἀνασκευάζοις

ἀνασκευάζοι

쌍수 ἀνασκευάζοιτον

ἀνασκευαζοίτην

복수 ἀνασκευάζοιμεν

ἀνασκευάζοιτε

ἀνασκευάζοιεν

명령법단수 ἀνασκεύαζε

ἀνασκευαζέτω

쌍수 ἀνασκευάζετον

ἀνασκευαζέτων

복수 ἀνασκευάζετε

ἀνασκευαζόντων, ἀνασκευαζέτωσαν

부정사 ἀνασκευάζειν

분사 남성여성중성
ἀνασκευαζων

ἀνασκευαζοντος

ἀνασκευαζουσα

ἀνασκευαζουσης

ἀνασκευαζον

ἀνασκευαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνασκευάζομαι

ἀνασκευάζει, ἀνασκευάζῃ

ἀνασκευάζεται

쌍수 ἀνασκευάζεσθον

ἀνασκευάζεσθον

복수 ἀνασκευαζόμεθα

ἀνασκευάζεσθε

ἀνασκευάζονται

접속법단수 ἀνασκευάζωμαι

ἀνασκευάζῃ

ἀνασκευάζηται

쌍수 ἀνασκευάζησθον

ἀνασκευάζησθον

복수 ἀνασκευαζώμεθα

ἀνασκευάζησθε

ἀνασκευάζωνται

기원법단수 ἀνασκευαζοίμην

ἀνασκευάζοιο

ἀνασκευάζοιτο

쌍수 ἀνασκευάζοισθον

ἀνασκευαζοίσθην

복수 ἀνασκευαζοίμεθα

ἀνασκευάζοισθε

ἀνασκευάζοιντο

명령법단수 ἀνασκευάζου

ἀνασκευαζέσθω

쌍수 ἀνασκευάζεσθον

ἀνασκευαζέσθων

복수 ἀνασκευάζεσθε

ἀνασκευαζέσθων, ἀνασκευαζέσθωσαν

부정사 ἀνασκευάζεσθαι

분사 남성여성중성
ἀνασκευαζομενος

ἀνασκευαζομενου

ἀνασκευαζομενη

ἀνασκευαζομενης

ἀνασκευαζομενον

ἀνασκευαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνασκευάσω

ἀνασκευάσεις

ἀνασκευάσει

쌍수 ἀνασκευάσετον

ἀνασκευάσετον

복수 ἀνασκευάσομεν

ἀνασκευάσετε

ἀνασκευάσουσιν*

기원법단수 ἀνασκευάσοιμι

ἀνασκευάσοις

ἀνασκευάσοι

쌍수 ἀνασκευάσοιτον

ἀνασκευασοίτην

복수 ἀνασκευάσοιμεν

ἀνασκευάσοιτε

ἀνασκευάσοιεν

부정사 ἀνασκευάσειν

분사 남성여성중성
ἀνασκευασων

ἀνασκευασοντος

ἀνασκευασουσα

ἀνασκευασουσης

ἀνασκευασον

ἀνασκευασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνασκευάσομαι

ἀνασκευάσει, ἀνασκευάσῃ

ἀνασκευάσεται

쌍수 ἀνασκευάσεσθον

ἀνασκευάσεσθον

복수 ἀνασκευασόμεθα

ἀνασκευάσεσθε

ἀνασκευάσονται

기원법단수 ἀνασκευασοίμην

ἀνασκευάσοιο

ἀνασκευάσοιτο

쌍수 ἀνασκευάσοισθον

ἀνασκευασοίσθην

복수 ἀνασκευασοίμεθα

ἀνασκευάσοισθε

ἀνασκευάσοιντο

부정사 ἀνασκευάσεσθαι

분사 남성여성중성
ἀνασκευασομενος

ἀνασκευασομενου

ἀνασκευασομενη

ἀνασκευασομενης

ἀνασκευασομενον

ἀνασκευασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Σοφοκλῆσ μὲν ὁ τραγῳδοποιὸσ ἐν Λαοκόωντι δράματι μελλούσησ ἁλίσκεσθαι τῆσ πόλεωσ πεποίηκε τὸν Αἰνείαν ἀνασκευαζόμενον εἰσ τὴν Ἴδην, κελευσθέντα ὑπὸ τοῦ πατρὸσ Ἀγχίσου κατὰ τὴν μνήμην ὧν Ἀφροδίτη ἐπέσκηψε καὶ ἀπὸ τῶν νεωστὶ γενομένων περὶ τοὺσ Λαοκοωντίδασ σημείων τὸν μέλλοντα ὄλεθρον τῆσ πόλεωσ συντεκμηραμένου. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 48 2:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 48 2:1)

유의어

  1. 파괴하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION