헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναδέχομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀναδέχομαι

형태분석: ἀνα (접두사) + δέχ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 잡다, 받다, 얻다, 받아들이다
  2. 복종하다, 따르다, 허용하다
  3. 떠맡다, 착수하다, 시작하다, 담보잡히다, 저당잡히다
  1. to take up, catch, receive
  2. to take upon oneself, submit to
  3. to undertake, promise to, to undertake to satisfy, to be surety

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναδέχομαι

(나는) 잡는다

ἀναδέχει, ἀναδέχῃ

(너는) 잡는다

ἀναδέχεται

(그는) 잡는다

쌍수 ἀναδέχεσθον

(너희 둘은) 잡는다

ἀναδέχεσθον

(그 둘은) 잡는다

복수 ἀναδεχόμεθα

(우리는) 잡는다

ἀναδέχεσθε

(너희는) 잡는다

ἀναδέχονται

(그들은) 잡는다

접속법단수 ἀναδέχωμαι

(나는) 잡자

ἀναδέχῃ

(너는) 잡자

ἀναδέχηται

(그는) 잡자

쌍수 ἀναδέχησθον

(너희 둘은) 잡자

ἀναδέχησθον

(그 둘은) 잡자

복수 ἀναδεχώμεθα

(우리는) 잡자

ἀναδέχησθε

(너희는) 잡자

ἀναδέχωνται

(그들은) 잡자

기원법단수 ἀναδεχοίμην

(나는) 잡기를 (바라다)

ἀναδέχοιο

(너는) 잡기를 (바라다)

ἀναδέχοιτο

(그는) 잡기를 (바라다)

쌍수 ἀναδέχοισθον

(너희 둘은) 잡기를 (바라다)

ἀναδεχοίσθην

(그 둘은) 잡기를 (바라다)

복수 ἀναδεχοίμεθα

(우리는) 잡기를 (바라다)

ἀναδέχοισθε

(너희는) 잡기를 (바라다)

ἀναδέχοιντο

(그들은) 잡기를 (바라다)

명령법단수 ἀναδέχου

(너는) 잡아라

ἀναδεχέσθω

(그는) 잡아라

쌍수 ἀναδέχεσθον

(너희 둘은) 잡아라

ἀναδεχέσθων

(그 둘은) 잡아라

복수 ἀναδέχεσθε

(너희는) 잡아라

ἀναδεχέσθων, ἀναδεχέσθωσαν

(그들은) 잡아라

부정사 ἀναδέχεσθαι

잡는 것

분사 남성여성중성
ἀναδεχομενος

ἀναδεχομενου

ἀναδεχομενη

ἀναδεχομενης

ἀναδεχομενον

ἀναδεχομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνεδεχόμην

(나는) 잡고 있었다

ἀνεδέχου

(너는) 잡고 있었다

ἀνεδέχετο

(그는) 잡고 있었다

쌍수 ἀνεδέχεσθον

(너희 둘은) 잡고 있었다

ἀνεδεχέσθην

(그 둘은) 잡고 있었다

복수 ἀνεδεχόμεθα

(우리는) 잡고 있었다

ἀνεδέχεσθε

(너희는) 잡고 있었다

ἀνεδέχοντο

(그들은) 잡고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κἀγὼ πεισθεὶσ ὑπὸ τοῦ Θρασυμήδουσ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καὶ Λακρίτου τουτουὶ ἀναδεχομένου μοι πάντ’ ἔσεσθαι τὰ δίκαια παρὰ τῶν ἀδελφῶν τῶν αὑτοῦ, ἐδάνεισα μετὰ ξένου τινὸσ ἡμετέρου Καρυστίου τριάκοντα μνᾶσ ἀργυρίου. (Demosthenes, Speeches 31-40, 10:2)

    (데모스테네스, Speeches 31-40, 10:2)

  • κατὰ τὴν συγγραφὴν ταύτην, ὦ ἄνδρεσ δικασταί, ἐδάνεισα τὰ χρήματα Ἀρτέμωνι τῷ τούτου ἀδελφῷ, κελεύοντοσ τούτου καὶ ἀναδεχομένου ἅπαντα ἔσεσθαί μοι τὰ δίκαια κατὰ τὴν συγγραφήν, καθ’ ἣν ἐδάνεισα τούτου αὐτοῦ γράφοντοσ καὶ συσσημηναμένου, ἐπειδὴ ἐγράφη. (Demosthenes, Speeches 31-40, 24:1)

    (데모스테네스, Speeches 31-40, 24:1)

  • τοὺσ μὲν γὰρ Ἕλληνασ ὑπελάμβανε διὰ τὴν ἐλπίδα τῆσ ἐλευθερίασ προθύμουσ ἕξειν συναγωνιστὰσ εἰσ τὸν πόλεμον, τοὺσ δ’ ἐν ταῖσ ἄνω σατραπείαισ στρατηγοὺσ καὶ σατράπασ, ὑπόπτωσ ἔχοντασ ὡσ Ἀντιγόνου καταλῦσαι διεγνωκότοσ τοὺσ ἀπὸ Ἀλεξάνδρου βασιλεῖσ, αὐτοῦ φανερῶσ τὸν ὑπὲρ αὐτῶν πόλεμον ἀναδεχομένου πάντασ μεταπεσεῖσθαι ταῖσ γνώμαισ καὶ τοῖσ παραγγελλομένοισ ἑτοίμωσ ὑπακούσεσθαι. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 61 4:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 61 4:1)

유의어

  1. 잡다

  2. 복종하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION