헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αἰσθητικός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: αἰσθητικός αἰσθητική αἰσθητικόν

형태분석: αἰσθητικ (어간) + ος (어미)

어원: ai)sqa/nomai

  1. 나약한, 예민한
  2. 명백한, 파악할 수 있는
  1. of or for perception of the senses; sensitive, perceptive
  2. (of things) perceptible

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 αἰσθητικός

나약한 (이)가

αἰσθητική

나약한 (이)가

αἰσθητικόν

나약한 (것)가

속격 αἰσθητικοῦ

나약한 (이)의

αἰσθητικῆς

나약한 (이)의

αἰσθητικοῦ

나약한 (것)의

여격 αἰσθητικῷ

나약한 (이)에게

αἰσθητικῇ

나약한 (이)에게

αἰσθητικῷ

나약한 (것)에게

대격 αἰσθητικόν

나약한 (이)를

αἰσθητικήν

나약한 (이)를

αἰσθητικόν

나약한 (것)를

호격 αἰσθητικέ

나약한 (이)야

αἰσθητική

나약한 (이)야

αἰσθητικόν

나약한 (것)야

쌍수주/대/호 αἰσθητικώ

나약한 (이)들이

αἰσθητικᾱ́

나약한 (이)들이

αἰσθητικώ

나약한 (것)들이

속/여 αἰσθητικοῖν

나약한 (이)들의

αἰσθητικαῖν

나약한 (이)들의

αἰσθητικοῖν

나약한 (것)들의

복수주격 αἰσθητικοί

나약한 (이)들이

αἰσθητικαί

나약한 (이)들이

αἰσθητικά

나약한 (것)들이

속격 αἰσθητικῶν

나약한 (이)들의

αἰσθητικῶν

나약한 (이)들의

αἰσθητικῶν

나약한 (것)들의

여격 αἰσθητικοῖς

나약한 (이)들에게

αἰσθητικαῖς

나약한 (이)들에게

αἰσθητικοῖς

나약한 (것)들에게

대격 αἰσθητικούς

나약한 (이)들을

αἰσθητικᾱ́ς

나약한 (이)들을

αἰσθητικά

나약한 (것)들을

호격 αἰσθητικοί

나약한 (이)들아

αἰσθητικαί

나약한 (이)들아

αἰσθητικά

나약한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔτι δ’ εἰ τὴν ψυχὴν αὐτὴν κατὰ φύσιν διαιροῖσ, πρῶτον αὐτῆσ καὶ ἀμαυρότατόν ἐστι τὸ θρεπτικὸν δεύτερον δὲ τὸ αἰσθητικὸν, εἶτα τὸ ἐπιθυμητικὸν εἶτ’ ἐπὶ τούτῳ τὸ θυμοειδέσ· (Plutarch, De E apud Delphos, section 1311)

    (플루타르코스, De E apud Delphos, section 1311)

  • τῷ μέντοι παθητικῷ καὶ ἀλόγῳ μέχρι παντὸσ ὡσ διαφέροντι τοῦ λογιστικοῦ χρώμενοσ διετέλεσεν, οὐχ ὅτι παντελῶσ ἄλογόν ἐστιν ὥσπερ τὸ αἰσθητικὸν ἢ τὸ θρεπτικὸν καὶ φυτικὸν τῆσ ψυχῆσ μέροσ· (Plutarch, De virtute morali, section 3 16:1)

    (플루타르코스, De virtute morali, section 3 16:1)

  • ἔνειμε γὰρ ἡμῖν αὐτοῖσ αἰσθήσεισ πέντε καὶ μέρη ψυχῆσ, φυτικὸν αἰσθητικὸν ἐπιθυμητικὸν θυμοειδὲσ λογιστικόν· (Plutarch, De defectu oraculorum, section 36 5:1)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 36 5:1)

  • ἐν τῷ ὕπνῳ γὰρ μᾶλλον ἐνεργεῖ τὸ θρεπτικόν, τὸ δ’ αἰσθητικὸν καὶ ὀρεκτικὸν ἀτελῆ ἐν τῷ ὕπνῳ. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 25:2)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 25:2)

  • μὴ κολοβὸν εἶναι τὴν φύσιν ἀλλὰ τὴν ἔμψυχον φύσιν ἔχειν τὸ μὲν λογικὸν τὸ δ’ ἄλογον, ἕτεροσ ἀξιώσει τὴν ἔμψυχον φύσιν ἔχειν τὸ μὲν φανταστικὸν τὸ δ’ ἀφαντασίωτον, καὶ τὸ μὲν αἰσθητικὸν τὸ δ’ ἀναίσθητον ἵνα δὴ τὰσ ἀντιζύγουσ ταύτασ καὶ ἀντιθέτουσ ἕξεισ καὶ στερήσεισ περὶ ταὐτὸν ἡ φύσισ ἔχῃ γένοσ οἱο͂ν ἰσορροπούσασ. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 3 2:1)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 3 2:1)

유의어

  1. 나약한

  2. 명백한

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION