Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀφορμάω

α-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀφορμάω

Structure: ἀπ (Prefix) + ὁρμά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to make to start from, to go forth, start, depart
  2. to break forth, to begin

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀφορμῶ ἀφορμᾷς ἀφορμᾷ
Dual ἀφορμᾶτον ἀφορμᾶτον
Plural ἀφορμῶμεν ἀφορμᾶτε ἀφορμῶσιν*
SubjunctiveSingular ἀφορμῶ ἀφορμῇς ἀφορμῇ
Dual ἀφορμῆτον ἀφορμῆτον
Plural ἀφορμῶμεν ἀφορμῆτε ἀφορμῶσιν*
OptativeSingular ἀφορμῷμι ἀφορμῷς ἀφορμῷ
Dual ἀφορμῷτον ἀφορμῴτην
Plural ἀφορμῷμεν ἀφορμῷτε ἀφορμῷεν
ImperativeSingular ἀφόρμᾱ ἀφορμᾱ́τω
Dual ἀφορμᾶτον ἀφορμᾱ́των
Plural ἀφορμᾶτε ἀφορμώντων, ἀφορμᾱ́τωσαν
Infinitive ἀφορμᾶν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀφορμων ἀφορμωντος ἀφορμωσα ἀφορμωσης ἀφορμων ἀφορμωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀφορμῶμαι ἀφορμᾷ ἀφορμᾶται
Dual ἀφορμᾶσθον ἀφορμᾶσθον
Plural ἀφορμώμεθα ἀφορμᾶσθε ἀφορμῶνται
SubjunctiveSingular ἀφορμῶμαι ἀφορμῇ ἀφορμῆται
Dual ἀφορμῆσθον ἀφορμῆσθον
Plural ἀφορμώμεθα ἀφορμῆσθε ἀφορμῶνται
OptativeSingular ἀφορμῴμην ἀφορμῷο ἀφορμῷτο
Dual ἀφορμῷσθον ἀφορμῴσθην
Plural ἀφορμῴμεθα ἀφορμῷσθε ἀφορμῷντο
ImperativeSingular ἀφορμῶ ἀφορμᾱ́σθω
Dual ἀφορμᾶσθον ἀφορμᾱ́σθων
Plural ἀφορμᾶσθε ἀφορμᾱ́σθων, ἀφορμᾱ́σθωσαν
Infinitive ἀφορμᾶσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀφορμωμενος ἀφορμωμενου ἀφορμωμενη ἀφορμωμενης ἀφορμωμενον ἀφορμωμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τίσ γὰρ ἀπὸ μειζόνων ἢ καλλιόνων ἀφορμῶν ἀνήγετο, μεγαλοψυχίασ, συνέσεωσ, σωφροσύνησ, ἀνδραγαθίασ, αἷσ αὐτὸν ἐφωδίαζε φιλοσοφία πρὸσ τὴν στρατείαν; (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 1, section 43)
  • συγγραφέων, ὥσπερ Ἀναξιμένησ καὶ Θεόπομποσ ἐν τοῖσ προοιμίοισ τῶν ἱστοριῶν ἐποίησαν, ἀλλὰ τοὺσ ἐμαυτοῦ λογισμοὺσ ἀποδεικνύμενοσ, οἷσ ἐχρησάμην ὅτε ἐπὶ ταύτην ὡρ́μησα τὴν πραγματείαν, καὶ περὶ τῶν ἀφορμῶν ἀποδιδοὺσ λόγον, ἐξ ὧν τὴν ἐμπειρίαν ἔλαβον τῶν γραφησομένων. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 1 2:1)
  • ἀποδεδωκὼσ δὲ τὸν ὑπὲρ τῆσ προαιρέσεωσ λόγον ἔτι βούλομαι καὶ περὶ τῶν ἀφορμῶν εἰπεῖν, αἷσ ἐχρησάμην ὅτ’ ἔμελλον ἐπιχειρεῖν τῇ γραφῇ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 7 1:1)
  • τὰ δ’ ἡμέτερα πράγματα οὐχ οὕτωσ ἔχει, ἀλλ’ ἡ μὲν ὑμετέρα πόλισ ἀπὸ μείζονοσ αὐχήματοσ ἀρχομένη καὶ πλειόνων ἀφορμῶν τυχοῦσα εἰσ ἐλάττονα ὄγκον συνῆκται, ἡμεῖσ δὲ μικρὰσ τὰσ πρώτασ ἀρχὰσ λαβόντεσ ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ μεγίστην τῶν πλησιοχώρων πόλεων τὴν Ῥώμην πεποιήκαμεν τούτοισ τοῖσ πολιτεύμασιν ὧν σὺ κατηγόρεισ χρώμενοι. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 11 10:2)
  • περὶ τῶν ἀφορμῶν αἷσ χρησάμενοσ Ἀγαθοκλῆσ τύραννοσ ἐγένετο τῶν Συρακουσίων. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter pr3)

Synonyms

  1. to make to start from

  2. to break forth

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION