헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Πραινεστῖνος

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Πραινεστῖνος Πραινεστίνου

형태분석: Πραινεστιν (어간) + ος (어미)

  1. an inhabitant of Praeneste or Palestrina; a Praenestine

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἅμα δὲ τούτοισ πραττομένοισ κατὰ μὲν τὴν Κύπρον Νικοκλῆσ ὁ εὐνοῦχοσ ἐδολοφόνησεν Εὐαγόραν τὸν βασιλέα καὶ τῆσ τῶν Σαλαμινίων βασιλείασ ἐκυρίευσε, κατὰ δὲ τὴν Ἰταλίαν Ῥωμαῖοι πρὸσ Πραινεστίνουσ παραταξάμενοι καὶ νικήσαντεσ τοὺσ πλείστουσ τῶν ἀντιταξαμένων κατέκοψαν. (Diodorus Siculus, Library, book xv, chapter 47 10:1)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xv, chapter 47 10:1)

  • κατὰ δὲ τὴν Ἰταλίαν Ῥωμαῖοι πρὸσ μὲν Πραινεστίνουσ ἀνοχάσ, πρὸσ δὲ Σαυνίτασ συνθήκασ ἐποιήσαντο, Ταρκυνίουσ δὲ ἄνδρασ διακοσίουσ καὶ ἑξήκοντα δημοσίᾳ ἐθανάτωσαν ἐν τῇ ἀγορᾷ. (Diodorus Siculus, Library, book xvi, chapter 45 9:1)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xvi, chapter 45 9:1)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION