Ancient Greek-English Dictionary Language

Κρητικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: Κρητικός Κρητική Κρητικόν

Structure: Κρητικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. of or from the island of Crete, Cretan
  2. a short garment
  3. a Cretic, amphimacer

Examples

  • ὃ μὲν γάρ τισ ἐξελιγμὸσ Μακεδών, ὃ δὲ Λάκων, ὃ δὲ Κρητικὸσ ὀνομάζεται· (Arrian, chapter 23 2:2)
  • μέσησ μὲν γὰρ γινομένησ τῆσ βραχείασ, ἄκρων δὲ τῶν μακρῶν κρητικόσ τε λέγεται καὶ ἔστιν οὐκ ἀγεννήσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1734)
  • τρεῖσ μὲν γὰρ οἱ τοῦ πρώτου προηγούμενοι κώλου σπονδεῖοι πόδεσ εἰσίν, ὁ δὲ τέταρτοσ ἀνάπαιστοσ, ὁ δὲ μετὰ τοῦτον αὖθισ σπονδεῖοσ, ἔπειτα κρητικόσ, ἅπαντεσ ἀξιωματικοί. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1811)
  • ὁ δ’ ἑξῆσ μᾶλλον κρητικὸσ ἢ ἀνάπαιστοσ· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1828)
  • μεθ’ οὓσ αὖθισ κρητικόσ, ἔπειτα τελευταῖοσ ὑποβάκχειοσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1834)

Synonyms

  1. a short garment

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION