Ancient Greek-English Dictionary Language

Κρητικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: Κρητικός Κρητική Κρητικόν

Structure: Κρητικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. of or from the island of Crete, Cretan
  2. a short garment
  3. a Cretic, amphimacer

Examples

  • καὶ γὰρ ἐοίκε καὶ λέγεταί γε τὰ πλεῖστα μεμιμῆσθαι τὴν Κρητικὴν πολιτείαν ἡ τῶν Λακώνων· (Aristotle, Politics, Book 2 251:2)
  • "οὐδὲ γὰρ ὁ οἰκοδόμοσ τὸν Ἀττικὸν λίθον ἢ τὸν Λακωνικὸν πρὸ τοῦ βαρβαρικοῦ διὰ τὴν εὐγένειαν τίθησιν, οὐδ’ ὁ ζωγράφοσ τῷ πολυτελεστάτῳ χρώματι τὴν ἡγουμένην ἀποδίδωσι χώραν, οὐδ’ ὁ ναυπηγὸσ προτάττει τὴν Ἰσθμικὴν πίτυν ἢ τὴν Κρητικὴν κυπάριττον, ἀλλ’ ὡσ ὁὲν ἀλλήλοισ ἕκαστα συντεθέντα καὶ συναρμοσθέντα μέλλῃ τὸ κοινὸν ἔργον ἰσχυρὸν καὶ καλὸν καὶ χρήσιμον παρέχειν, οὕτω κατανέμουσιν. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 25:3)
  • ἀπὸ τούτου δὲ τοῦ Πτερᾶ καὶ πόλιν Κρητικὴν προσθήκῃ γράμματοσ Ἀπτερεούσ φασιν ὀνομάζεσθαι. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 5 16:3)
  • ἧσ τεθείσησ εἰσ τὸ μέσον ἐποιοῦντο τὴν σκέψιν Κρητικήν· (Polybius, Histories, book 8, chapter 16 5:2)
  • καὶ γὰρ ἦν ὁ νεανίσκοσ οὐδαμῶσ Κρητικόσ, ἀλλὰ πεφευγὼσ τὴν Κρητικὴν ἀναγωγίαν. (Polybius, Histories, book 33, ii. bellum rhodiorum cum cretensibus 5:1)

Synonyms

  1. a short garment

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION