Ancient Greek-English Dictionary Language

Κρητικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: Κρητικός Κρητική Κρητικόν

Structure: Κρητικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. of or from the island of Crete, Cretan
  2. a short garment
  3. a Cretic, amphimacer

Examples

  • ὦ Κρητικὰσ μὲν συλλέγων μονῳδίασ, γάμουσ δ’ ἀνοσίουσ ἐσφέρων ἐσ τὴν τέχνην. (Aristophanes, Frogs, Lyric-Scene15)
  • τίσ δὲ τὰσ χελώνασ 1 ἐδίδαξε τῆσ ἔχεωσ φαγούσασ τὴν ὀρίγανον ἐπεσθίειν τὰσ δὲ Κρητικὰσ αἶγασ, ὅταν περιπέσωσι τοῖσ τοξεύμασι, τὸ δίκταμνον διώκειν, οὗ βρωθέντοσ ἐκβάλλουσι τὰσ ἀκίδασ; (Plutarch, Bruta animalia ratione uti, chapter, section 9 4:1)
  • ἐντεῦθεν εὐθὺσ ἐπιφέρει τραγήματα ἡμῖν ὁ παῖσ μετὰ δεῖπνον ἀκίδασ Κρητικάσ, ὥσπερ ἐρεβίνθουσ, δορατίων τε λείψανα κατεαγότ’, ἀσπίδασ δὲ προσκεφάλαια καὶ καὶ θώρακασ ἔχομεν, πρὸσ ποδῶν δὲ σφενδόνασ τόξα, καταπέλταισι δ’ ἐστεφανώμεθα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 18 1:3)
  • πρὸσ δὲ τὸν ὗν τὸν ἄγριον κεκτῆσθαι κύνασ Ἰνδικάσ, Κρητικάσ, Λοκρίδασ, Λακαίνασ, ἄρκυσ, ἀκόντια, προβόλια, ποδοστράβασ. (Xenophon, Minor Works, , chapter 10 2:1)
  • περὶ ὧν ἡμεῖσ ἐν κεφαλαίοισ τὰ παραδεδομένα διέξιμεν ἀκολούθωσ τοῖσ ἐνδοξοτάτοισ τῶν τὰσ Κρητικὰσ πράξεισ συνταξαμένων. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 5, chapter 64 2:2)

Synonyms

  1. a short garment

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION