Ancient Greek-English Dictionary Language

Ἀττικός

First/Second declension Adjective; 고유 Transliteration:

Principal Part: Ἀττικός Ἀττική Ἀττικόν

Structure: Ἀττικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)kth/

Sense

  1. Attic, Athenian

Examples

  • Εὐρυσθέωσ ἐν τῇ Ἀττικῇ ὑπὸ Ἡρακλειδῶν ἀποθανόντοσ, Ἀτρέωσ δὲ μητρὸσ ἀδελφοῦ ὄντοσ αὐτῷ, καὶ ἐπιτρέψαντοσ Εὐρυσθέωσ, ὅτ’ ἐστράτευε, Μυκήνασ τε καὶ τὴν ἀρχὴν κατὰ τὸ οἰκεῖον Ἀτρεῖ· (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 15 2:1)
  • ἀλλὰ μεταξὺ λόγων ἤδη πλησιάζομεν τῇ Ἀττικῇ· (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 9:1)
  • καὶ ἡ Ἀττικὴ δὲ οἰκονομία χρήσιμοσ· (Aristotle, Economics, Book 1 34:3)
  • ὦ ξένε, πολλοὶ μὲν καὶ ἄλλοι χρηστοὶ καὶ δεξιοὶ ἀνὰ τὴν πόλιν, καὶ οὐκ αν ἀλλαχόθι τοσούτουσ εὑρ́οισ ἄνδρασ ἀγαθούσ, δύο δὲ μάλιστά ἐστον ἡμῖν ἄνδρε ἀρίστω, γένει μὲν καὶ ἀξιώματι πολὺ προὔχοντοσ ἁπάντων, παιδείᾳ δὲ καὶ λόγων δυνάμει τῇ Ἀττικῇ δεκάδι παραβάλλοισ ἄν· (Lucian, Scytha 21:2)
  • τῆσ γοῦν Ἑλλάδοσ ὅλησ ὡσ τότε μοι ἄνωθεν ἐφαίνετο δακτύλων οὔσησ τὸ μέγεθοσ τεττάρων, κατὰ λόγον, οἶμαι, ἡ Ἀττικὴ πολλοστημόριον ἦν. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 18:2)

Synonyms

  1. Attic

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION