καταφρονέω?
ε 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: kataphroneō
고전 발음: [까따프로네오:]
신약 발음: [까따프로내오]
기본형:
καταφρονέω
καταφρονήσω
κατεφρονήθην
형태분석:
κατα
(접두사)
+
φρονέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 경멸하다, 깔보다, 업신여기다
- to look down on, think slightly of
- (with accusative) to regard slightly, despise
- to be disdainful, deal contemptuously
- (with infinitive) to think contemptuously that..., to presume
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οἱ Ἰνδοὶ δὲ καὶ οἱ ἐλέφαντες αὐτῶν αὐτίκα ἐγκλίναντες σὺν οὐδενὶ κόσμῳ ἔφευγον οὐδ ἐντὸς βέλους γενέσθαι ὑπομείναντες, καὶ τέλος κατὰ κράτος ἑαλώκεσαν καὶ αἰχμάλωτοι ἀπήγοντο ὑπὸ τῶν τέως καταγελωμένων, ἔργῳ μαθόντες ὡς οὐκ ἐχρῆν ἀπὸ τῆς πρώτης ἀκοῆς καταφρονεῖν ξένων στρατοπέδων, ἀλλά τί πρὸς τὸν Διόνυσον ὁ Διόνυσος οὗτος· (Lucian, (no name) 4:4)
(루키아노스, (no name) 4:4)
- αὕτη, ὦ Πάμφιλε, ἡ Ἑλένη ὑπὲρ ἧς ἐμονομάχουν πρὸς ἀλλήλους, καὶ ἄχρι γε τούτου γελοῖον οὐδὲν πλὴν ^ ἐκεῖνο ἴσως, ^ τὸ φιλοσόφους εἶναι φάσκοντας καὶ χρημάτων καταφρονεῖν ἔπειτα ὑπὲρ τούτων ὡς ὑπὲρ πατρίδος κινδυνευούσης καὶ ἱερῶν πατρῴων καὶ τάφων προγονικῶν ἀγωνίζεσθαι. (Lucian, Eunuchus, (no name) 3:6)
(루키아노스, Eunuchus, (no name) 3:6)
- καὶ μὴν καὶ τὸ δόγμα τοῦτὸ γέ ἐστιν τοῖς Περιπατητικοῖς, τὸ μὴ σφόδρα καταφρονεῖν χρημάτων, ἀλλὰ τρίτον τι ἀγαθὸν καὶ τοῦτο οἰέσθαι. (Lucian, Eunuchus, (no name) 3:7)
(루키아노스, Eunuchus, (no name) 3:7)
- καίτοι φησὶν ὅτι ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων αὐτὸ δρᾷ, ὡς διδάξειεν αὐτοὺς θανάτου καταφρονεῖν καὶ ἐγκαρτερεῖν τοῖς δεινοῖς. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:59)
(루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 9:59)
- ἐγὼ δὲ ἡδέως ἂν ἐροίμην οὐκ ἐκεῖνον ἀλλ ὑμᾶς, εἰ καὶ τοὺς κακούργους βούλοισθε ἂν μαθητὰς αὐτοῦ γενέσθαι τῆς καρτερίας ταύτης καὶ καταφρονεῖν θανάτου καὶ καύσεως καὶ τῶν τοιούτων δειμάτων. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:60)
(루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 9:60)
유의어
-
to look down on
-
to think contemptuously that
파생어
- ἐπιφρονέω (to be shrewd, prudent;, carefully)
- περιφρονέω (경멸하다, 깔보다, 업신여기다)
- συμφρονέω (일치하다, 합의하다, 동의하다)
- ὑπερφρονέω (경멸하다, 깔보다, 얕보다)
- φρονέω (생각하다, 이해하다, 현명하다)