- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀφωνία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: aphōniā 고전 발음: [아포:니아:] 신약 발음: [아포니아]

기본형: ἀφωνία ἀφωνίας

형태분석: ἀφωνι (어간) + α (어미)

  1. 묵언, 말하지 못함
  1. speechlessness
  2. mispronunciation

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀφωνία

묵언이

ἀφωνία

묵언들이

ἀφωνίαι

묵언들이

속격 ἀφωνίας

묵언의

ἀφωνίαιν

묵언들의

ἀφωνιῶν

묵언들의

여격 ἀφωνίᾳ

묵언에게

ἀφωνίαιν

묵언들에게

ἀφωνίαις

묵언들에게

대격 ἀφωνίαν

묵언을

ἀφωνία

묵언들을

ἀφωνίας

묵언들을

호격 ἀφωνία

묵언아

ἀφωνία

묵언들아

ἀφωνίαι

묵언들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐφοβούμην μή μοι τελευτῶν ὁ Ἀγάθων Γοργίου κεφαλὴν δεινοῦ λέγειν ἐν τῷ λόγῳ ἐπὶ τὸν ἐμὸν λόγον πέμψας αὐτόν με λίθον τῇ ἀφωνίᾳ ποιήσειεν. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 219:2)

    (플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 219:2)

  • τοὺς μὲν ἄλλους ἔκπληξις ἔλαβε καὶ πρὸς τὸ πάθος ἀφωνία, Ιοὔδας δὲ ὁ καὶ τὸν πατέρα πείσας ἐκπέμψαι τὸ μειράκιον καὶ τἆλλα δραστήριος ὢν ἀνὴρ ὑπὲρ τῆς τἀδελφοῦ σωτηρίας ἔκρινε παραβάλλεσθαι, καί "δεινὰ μέν, εἶπεν, ὦ στρατηγέ, τετολμήκαμεν εἰς σὲ καὶ τιμωρίας ἄξια καὶ τοῦ κόλασιν ὑποσχεῖν ἅπαντας ἡμᾶς δικαίως, εἰ καὶ τὸ ἀδίκημα μὴ ἄλλου τινός, ἀλλ ἑνὸς τοῦ νεωτάτου γέγονεν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 2 175:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 2 175:1)

유의어

  1. 묵언

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION