헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσκοινωνέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσκοινωνέω προσκοινωνήσω

형태분석: προς (접두사) + κοινωνέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 주다, 연회를 베풀다, 나누다
  1. to give, a share of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκοινωνῶ

(나는) 준다

προσκοινωνεῖς

(너는) 준다

προσκοινωνεῖ

(그는) 준다

쌍수 προσκοινωνεῖτον

(너희 둘은) 준다

προσκοινωνεῖτον

(그 둘은) 준다

복수 προσκοινωνοῦμεν

(우리는) 준다

προσκοινωνεῖτε

(너희는) 준다

προσκοινωνοῦσιν*

(그들은) 준다

접속법단수 προσκοινωνῶ

(나는) 주자

προσκοινωνῇς

(너는) 주자

προσκοινωνῇ

(그는) 주자

쌍수 προσκοινωνῆτον

(너희 둘은) 주자

προσκοινωνῆτον

(그 둘은) 주자

복수 προσκοινωνῶμεν

(우리는) 주자

προσκοινωνῆτε

(너희는) 주자

προσκοινωνῶσιν*

(그들은) 주자

기원법단수 προσκοινωνοῖμι

(나는) 주기를 (바라다)

προσκοινωνοῖς

(너는) 주기를 (바라다)

προσκοινωνοῖ

(그는) 주기를 (바라다)

쌍수 προσκοινωνοῖτον

(너희 둘은) 주기를 (바라다)

προσκοινωνοίτην

(그 둘은) 주기를 (바라다)

복수 προσκοινωνοῖμεν

(우리는) 주기를 (바라다)

προσκοινωνοῖτε

(너희는) 주기를 (바라다)

προσκοινωνοῖεν

(그들은) 주기를 (바라다)

명령법단수 προσκοινώνει

(너는) 주어라

προσκοινωνείτω

(그는) 주어라

쌍수 προσκοινωνεῖτον

(너희 둘은) 주어라

προσκοινωνείτων

(그 둘은) 주어라

복수 προσκοινωνεῖτε

(너희는) 주어라

προσκοινωνούντων, προσκοινωνείτωσαν

(그들은) 주어라

부정사 προσκοινωνεῖν

주는 것

분사 남성여성중성
προσκοινωνων

προσκοινωνουντος

προσκοινωνουσα

προσκοινωνουσης

προσκοινωνουν

προσκοινωνουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκοινωνοῦμαι

(나는) 주어진다

προσκοινωνεῖ, προσκοινωνῇ

(너는) 주어진다

προσκοινωνεῖται

(그는) 주어진다

쌍수 προσκοινωνεῖσθον

(너희 둘은) 주어진다

προσκοινωνεῖσθον

(그 둘은) 주어진다

복수 προσκοινωνούμεθα

(우리는) 주어진다

προσκοινωνεῖσθε

(너희는) 주어진다

προσκοινωνοῦνται

(그들은) 주어진다

접속법단수 προσκοινωνῶμαι

(나는) 주어지자

προσκοινωνῇ

(너는) 주어지자

προσκοινωνῆται

(그는) 주어지자

쌍수 προσκοινωνῆσθον

(너희 둘은) 주어지자

προσκοινωνῆσθον

(그 둘은) 주어지자

복수 προσκοινωνώμεθα

(우리는) 주어지자

προσκοινωνῆσθε

(너희는) 주어지자

προσκοινωνῶνται

(그들은) 주어지자

기원법단수 προσκοινωνοίμην

(나는) 주어지기를 (바라다)

προσκοινωνοῖο

(너는) 주어지기를 (바라다)

προσκοινωνοῖτο

(그는) 주어지기를 (바라다)

쌍수 προσκοινωνοῖσθον

(너희 둘은) 주어지기를 (바라다)

προσκοινωνοίσθην

(그 둘은) 주어지기를 (바라다)

복수 προσκοινωνοίμεθα

(우리는) 주어지기를 (바라다)

προσκοινωνοῖσθε

(너희는) 주어지기를 (바라다)

προσκοινωνοῖντο

(그들은) 주어지기를 (바라다)

명령법단수 προσκοινωνοῦ

(너는) 주어져라

προσκοινωνείσθω

(그는) 주어져라

쌍수 προσκοινωνεῖσθον

(너희 둘은) 주어져라

προσκοινωνείσθων

(그 둘은) 주어져라

복수 προσκοινωνεῖσθε

(너희는) 주어져라

προσκοινωνείσθων, προσκοινωνείσθωσαν

(그들은) 주어져라

부정사 προσκοινωνεῖσθαι

주어지는 것

분사 남성여성중성
προσκοινωνουμενος

προσκοινωνουμενου

προσκοινωνουμενη

προσκοινωνουμενης

προσκοινωνουμενον

προσκοινωνουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκοινωνήσω

(나는) 주겠다

προσκοινωνήσεις

(너는) 주겠다

προσκοινωνήσει

(그는) 주겠다

쌍수 προσκοινωνήσετον

(너희 둘은) 주겠다

προσκοινωνήσετον

(그 둘은) 주겠다

복수 προσκοινωνήσομεν

(우리는) 주겠다

προσκοινωνήσετε

(너희는) 주겠다

προσκοινωνήσουσιν*

(그들은) 주겠다

기원법단수 προσκοινωνήσοιμι

(나는) 주겠기를 (바라다)

προσκοινωνήσοις

(너는) 주겠기를 (바라다)

προσκοινωνήσοι

(그는) 주겠기를 (바라다)

쌍수 προσκοινωνήσοιτον

(너희 둘은) 주겠기를 (바라다)

προσκοινωνησοίτην

(그 둘은) 주겠기를 (바라다)

복수 προσκοινωνήσοιμεν

(우리는) 주겠기를 (바라다)

προσκοινωνήσοιτε

(너희는) 주겠기를 (바라다)

προσκοινωνήσοιεν

(그들은) 주겠기를 (바라다)

부정사 προσκοινωνήσειν

줄 것

분사 남성여성중성
προσκοινωνησων

προσκοινωνησοντος

προσκοινωνησουσα

προσκοινωνησουσης

προσκοινωνησον

προσκοινωνησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκοινωνήσομαι

(나는) 주어지겠다

προσκοινωνήσει, προσκοινωνήσῃ

(너는) 주어지겠다

προσκοινωνήσεται

(그는) 주어지겠다

쌍수 προσκοινωνήσεσθον

(너희 둘은) 주어지겠다

προσκοινωνήσεσθον

(그 둘은) 주어지겠다

복수 προσκοινωνησόμεθα

(우리는) 주어지겠다

προσκοινωνήσεσθε

(너희는) 주어지겠다

προσκοινωνήσονται

(그들은) 주어지겠다

기원법단수 προσκοινωνησοίμην

(나는) 주어지겠기를 (바라다)

προσκοινωνήσοιο

(너는) 주어지겠기를 (바라다)

προσκοινωνήσοιτο

(그는) 주어지겠기를 (바라다)

쌍수 προσκοινωνήσοισθον

(너희 둘은) 주어지겠기를 (바라다)

προσκοινωνησοίσθην

(그 둘은) 주어지겠기를 (바라다)

복수 προσκοινωνησοίμεθα

(우리는) 주어지겠기를 (바라다)

προσκοινωνήσοισθε

(너희는) 주어지겠기를 (바라다)

προσκοινωνήσοιντο

(그들은) 주어지겠기를 (바라다)

부정사 προσκοινωνήσεσθαι

주어질 것

분사 남성여성중성
προσκοινωνησομενος

προσκοινωνησομενου

προσκοινωνησομενη

προσκοινωνησομενης

προσκοινωνησομενον

προσκοινωνησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκοινώνουν

(나는) 주고 있었다

προσεκοινώνεις

(너는) 주고 있었다

προσεκοινώνειν*

(그는) 주고 있었다

쌍수 προσεκοινωνεῖτον

(너희 둘은) 주고 있었다

προσεκοινωνείτην

(그 둘은) 주고 있었다

복수 προσεκοινωνοῦμεν

(우리는) 주고 있었다

προσεκοινωνεῖτε

(너희는) 주고 있었다

προσεκοινώνουν

(그들은) 주고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκοινωνούμην

(나는) 주어지고 있었다

προσεκοινωνοῦ

(너는) 주어지고 있었다

προσεκοινωνεῖτο

(그는) 주어지고 있었다

쌍수 προσεκοινωνεῖσθον

(너희 둘은) 주어지고 있었다

προσεκοινωνείσθην

(그 둘은) 주어지고 있었다

복수 προσεκοινωνούμεθα

(우리는) 주어지고 있었다

προσεκοινωνεῖσθε

(너희는) 주어지고 있었다

προσεκοινωνοῦντο

(그들은) 주어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 주다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION