헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προγιγνώσκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προγιγνώσκω προγνώσομαι προέγνων

형태분석: προ (접두사) + γιγνώσκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 배우다, 인지하다, 알다, 이해하다, 알게 되다
  2. 예지하다, 미리 알다
  3. 제공하다, 공급하다, 갖추다
  1. to know, perceive, learn, understand beforehand
  2. to foreknow
  3. to judge beforehand, to provide

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προγιγνώσκω

(나는) 배운다

προγιγνώσκεις

(너는) 배운다

προγιγνώσκει

(그는) 배운다

쌍수 προγιγνώσκετον

(너희 둘은) 배운다

προγιγνώσκετον

(그 둘은) 배운다

복수 προγιγνώσκομεν

(우리는) 배운다

προγιγνώσκετε

(너희는) 배운다

προγιγνώσκουσιν*

(그들은) 배운다

접속법단수 προγιγνώσκω

(나는) 배우자

προγιγνώσκῃς

(너는) 배우자

προγιγνώσκῃ

(그는) 배우자

쌍수 προγιγνώσκητον

(너희 둘은) 배우자

προγιγνώσκητον

(그 둘은) 배우자

복수 προγιγνώσκωμεν

(우리는) 배우자

προγιγνώσκητε

(너희는) 배우자

προγιγνώσκωσιν*

(그들은) 배우자

기원법단수 προγιγνώσκοιμι

(나는) 배우기를 (바라다)

προγιγνώσκοις

(너는) 배우기를 (바라다)

προγιγνώσκοι

(그는) 배우기를 (바라다)

쌍수 προγιγνώσκοιτον

(너희 둘은) 배우기를 (바라다)

προγιγνωσκοίτην

(그 둘은) 배우기를 (바라다)

복수 προγιγνώσκοιμεν

(우리는) 배우기를 (바라다)

προγιγνώσκοιτε

(너희는) 배우기를 (바라다)

προγιγνώσκοιεν

(그들은) 배우기를 (바라다)

명령법단수 προγίγνωσκε

(너는) 배우어라

προγιγνωσκέτω

(그는) 배우어라

쌍수 προγιγνώσκετον

(너희 둘은) 배우어라

προγιγνωσκέτων

(그 둘은) 배우어라

복수 προγιγνώσκετε

(너희는) 배우어라

προγιγνωσκόντων, προγιγνωσκέτωσαν

(그들은) 배우어라

부정사 προγιγνώσκειν

배우는 것

분사 남성여성중성
προγιγνωσκων

προγιγνωσκοντος

προγιγνωσκουσα

προγιγνωσκουσης

προγιγνωσκον

προγιγνωσκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προγιγνώσκομαι

(나는) 배워진다

προγιγνώσκει, προγιγνώσκῃ

(너는) 배워진다

προγιγνώσκεται

(그는) 배워진다

쌍수 προγιγνώσκεσθον

(너희 둘은) 배워진다

προγιγνώσκεσθον

(그 둘은) 배워진다

복수 προγιγνωσκόμεθα

(우리는) 배워진다

προγιγνώσκεσθε

(너희는) 배워진다

προγιγνώσκονται

(그들은) 배워진다

접속법단수 προγιγνώσκωμαι

(나는) 배워지자

προγιγνώσκῃ

(너는) 배워지자

προγιγνώσκηται

(그는) 배워지자

쌍수 προγιγνώσκησθον

(너희 둘은) 배워지자

προγιγνώσκησθον

(그 둘은) 배워지자

복수 προγιγνωσκώμεθα

(우리는) 배워지자

προγιγνώσκησθε

(너희는) 배워지자

προγιγνώσκωνται

(그들은) 배워지자

기원법단수 προγιγνωσκοίμην

(나는) 배워지기를 (바라다)

προγιγνώσκοιο

(너는) 배워지기를 (바라다)

προγιγνώσκοιτο

(그는) 배워지기를 (바라다)

쌍수 προγιγνώσκοισθον

(너희 둘은) 배워지기를 (바라다)

προγιγνωσκοίσθην

(그 둘은) 배워지기를 (바라다)

복수 προγιγνωσκοίμεθα

(우리는) 배워지기를 (바라다)

προγιγνώσκοισθε

(너희는) 배워지기를 (바라다)

προγιγνώσκοιντο

(그들은) 배워지기를 (바라다)

명령법단수 προγιγνώσκου

(너는) 배워져라

προγιγνωσκέσθω

(그는) 배워져라

쌍수 προγιγνώσκεσθον

(너희 둘은) 배워져라

προγιγνωσκέσθων

(그 둘은) 배워져라

복수 προγιγνώσκεσθε

(너희는) 배워져라

προγιγνωσκέσθων, προγιγνωσκέσθωσαν

(그들은) 배워져라

부정사 προγιγνώσκεσθαι

배워지는 것

분사 남성여성중성
προγιγνωσκομενος

προγιγνωσκομενου

προγιγνωσκομενη

προγιγνωσκομενης

προγιγνωσκομενον

προγιγνωσκομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προπρογνώσομαι

(나는) 배우겠다

προπρογνώσει, προπρογνώσῃ

(너는) 배우겠다

προπρογνώσεται

(그는) 배우겠다

쌍수 προπρογνώσεσθον

(너희 둘은) 배우겠다

προπρογνώσεσθον

(그 둘은) 배우겠다

복수 προπρογνωσόμεθα

(우리는) 배우겠다

προπρογνώσεσθε

(너희는) 배우겠다

προπρογνώσονται

(그들은) 배우겠다

기원법단수 προπρογνωσοίμην

(나는) 배우겠기를 (바라다)

προπρογνώσοιο

(너는) 배우겠기를 (바라다)

προπρογνώσοιτο

(그는) 배우겠기를 (바라다)

쌍수 προπρογνώσοισθον

(너희 둘은) 배우겠기를 (바라다)

προπρογνωσοίσθην

(그 둘은) 배우겠기를 (바라다)

복수 προπρογνωσοίμεθα

(우리는) 배우겠기를 (바라다)

προπρογνώσοισθε

(너희는) 배우겠기를 (바라다)

προπρογνώσοιντο

(그들은) 배우겠기를 (바라다)

부정사 προπρογνώσεσθαι

배울 것

분사 남성여성중성
προπρογνωσομενος

προπρογνωσομενου

προπρογνωσομενη

προπρογνωσομενης

προπρογνωσομενον

προπρογνωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεγίγνωσκον

(나는) 배우고 있었다

προεγίγνωσκες

(너는) 배우고 있었다

προεγίγνωσκεν*

(그는) 배우고 있었다

쌍수 προεγιγνώσκετον

(너희 둘은) 배우고 있었다

προεγιγνωσκέτην

(그 둘은) 배우고 있었다

복수 προεγιγνώσκομεν

(우리는) 배우고 있었다

προεγιγνώσκετε

(너희는) 배우고 있었다

προεγίγνωσκον

(그들은) 배우고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεγιγνωσκόμην

(나는) 배워지고 있었다

προεγιγνώσκου

(너는) 배워지고 있었다

προεγιγνώσκετο

(그는) 배워지고 있었다

쌍수 προεγιγνώσκεσθον

(너희 둘은) 배워지고 있었다

προεγιγνωσκέσθην

(그 둘은) 배워지고 있었다

복수 προεγιγνωσκόμεθα

(우리는) 배워지고 있었다

προεγιγνώσκεσθε

(너희는) 배워지고 있었다

προεγιγνώσκοντο

(그들은) 배워지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προέγνων

(나는) 배우었다

προέγνως

(너는) 배우었다

προέγνω

(그는) 배우었다

쌍수 προέγνωτον

(너희 둘은) 배우었다

προεγνώτην

(그 둘은) 배우었다

복수 προέγνωμεν

(우리는) 배우었다

προέγνωτε

(너희는) 배우었다

προέγνωσαν

(그들은) 배우었다

접속법단수 προγνῶ

(나는) 배우었자

προγνῷς

(너는) 배우었자

προγνῷ

(그는) 배우었자

쌍수 προγνῶτον

(너희 둘은) 배우었자

προγνῶτον

(그 둘은) 배우었자

복수 προγνῶμεν

(우리는) 배우었자

προγνῶτε

(너희는) 배우었자

προγνῶσιν*

(그들은) 배우었자

기원법단수 προγνοίην

(나는) 배우었기를 (바라다)

προγνοίης

(너는) 배우었기를 (바라다)

προγνοίη

(그는) 배우었기를 (바라다)

쌍수 προγνοίητον

(너희 둘은) 배우었기를 (바라다)

προγνοιήτην

(그 둘은) 배우었기를 (바라다)

복수 προγνοίημεν

(우리는) 배우었기를 (바라다)

προγνοίητε

(너희는) 배우었기를 (바라다)

προγνοίησαν

(그들은) 배우었기를 (바라다)

명령법단수 προγνώς

(너는) 배우었어라

προγνώτω

(그는) 배우었어라

쌍수 προγνώτον

(너희 둘은) 배우었어라

προγνώτων

(그 둘은) 배우었어라

복수 προγνώτε

(너희는) 배우었어라

προγνώντων

(그들은) 배우었어라

부정사 προγνώναι

배우었는 것

분사 남성여성중성
προγνους

προγνοντος

προγνουσα

προγνουσης

προγνον

προγνοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεγνόμην

(나는) 배워졌다

προεγνοῦ

(너는) 배워졌다

προέγνοτο

(그는) 배워졌다

쌍수 προέγνοσθον

(너희 둘은) 배워졌다

προεγνόσθην

(그 둘은) 배워졌다

복수 προεγνόμεθα

(우리는) 배워졌다

προέγνοσθε

(너희는) 배워졌다

προέγνοντο

(그들은) 배워졌다

접속법단수 προγνῶμαι

(나는) 배워졌자

προγνῷ

(너는) 배워졌자

προγνῶται

(그는) 배워졌자

쌍수 προγνῶσθον

(너희 둘은) 배워졌자

προγνῶσθον

(그 둘은) 배워졌자

복수 προγνώμεθα

(우리는) 배워졌자

προγνῶσθε

(너희는) 배워졌자

προγνῶνται

(그들은) 배워졌자

기원법단수 προγνοίμην

(나는) 배워졌기를 (바라다)

προγνοῖο

(너는) 배워졌기를 (바라다)

προγνοῖτο

(그는) 배워졌기를 (바라다)

쌍수 προγνοῖσθον

(너희 둘은) 배워졌기를 (바라다)

προγνοίσθην

(그 둘은) 배워졌기를 (바라다)

복수 προγνοίμεθα

(우리는) 배워졌기를 (바라다)

προγνοῖσθε

(너희는) 배워졌기를 (바라다)

προγνοῖντο

(그들은) 배워졌기를 (바라다)

명령법단수 προγνοῦ

(너는) 배워졌어라

προγνόσθω

(그는) 배워졌어라

쌍수 προγνόσθον

(너희 둘은) 배워졌어라

προγνόσθων

(그 둘은) 배워졌어라

복수 προγνόσθε

(너희는) 배워졌어라

προγνόσθων

(그들은) 배워졌어라

부정사 προγνοῦσθαι

배워졌는 것

분사 남성여성중성
προγνομενος

προγνομενου

προγνομενη

προγνομενης

προγνομενον

προγνομενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὰ γὰρ τοιαῦτα παραινέσεισ μὲν καὶ ὑποθήκασ λέγων οὐκ ἄν τισ ἁμαρτάνοι, μαντικῆσ δὲ πάμπολυ ἀποδεῖν μοι δοκεῖ, ἧσ τὸ ἔργον τὰ ἄδηλα καὶ οὐδαμῆ οὐδαμῶσ φανερὰ προγιγνώσκειν, ὥσπερ τὸ τῷ Μίνωϊ προειπεῖν ὅτι ἐν τῷ τοῦ μέλιτοσ πίθῳ ὁ παῖσ ἔσται αὐτῷ ἀποπεπνιγμένοσ, καὶ τὸ τοῖσ Ἀχαιοῖσ προμηνῦσαι τῆσ Ἀπόλλωνοσ ὀργῆσ τὴν αἰτίαν καὶ τῷ δεκάτῳ ἔτει ἁλώσεσθαι τὸ Ἴλιον· (Lucian, 13:1)

    (루키아노스, 13:1)

  • ἐκεῖνο δέ γε θαυμάζω, ὅπωσ μάντισ ὢν οὐ προεγίγνωσκεσ ἐπὶ τούτοισ κολασθησόμενοσ. (Lucian, Prometheus, (no name) 20:5)

    (루키아노스, Prometheus, (no name) 20:5)

  • εἰ γὰρ ἠδύνατο προγιγνώσκειν τὸ μέλλον, εἰσ τὸν τόπον τοῦτον οὐκ ἂν ἦλθε φοβούμενοσ, μὴ τοξεύσασ αὐτὸν ἀποκτείνῃ Μοσόλλαμοσ ὁ Ιοὐδαῖοσ. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 226:3)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 226:3)

  • ταχὺ γὰρ μετέθεον οἱ κολασταὶ πρὸσ τὴν δίκην, καὶ ἐξ ἀρχῆσ ἤπειγον ὀλοφυρομένασ τῷ προγιγνώσκειν τὴν τιμωρίαν. (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 22 67:2)

    (플루타르코스, De sera numinis vindicta, section 22 67:2)

  • "ἐκείνησ τῆσ δυνάμεωσ ἀποστεροῦμεν, ᾗ τὰ μέλλοντα καὶ προγιγνώσκειν πεφύκασι καὶ προδηλοῦν οἱ δαίμονεσ; (Plutarch, De defectu oraculorum, section 39 2:3)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 39 2:3)

유의어

  1. 배우다

  2. 제공하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION