헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρακόπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρακόπτω παρακόψω

형태분석: παρα (접두사) + κόπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 위조하다, 불순하게 하다, 모조품을 만들다, 복사하다
  2. 속이다, 속다, 커닝하다, 사취하다
  3. 때리다, 두드리다, 치다, 부딪다
  1. to strike falsely, counterfeit;, base coin
  2. to cheat or swindle out of, to cheat, to be cheated
  3. to strike, awry, drive mad

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακόπτω

(나는) 위조한다

παρακόπτεις

(너는) 위조한다

παρακόπτει

(그는) 위조한다

쌍수 παρακόπτετον

(너희 둘은) 위조한다

παρακόπτετον

(그 둘은) 위조한다

복수 παρακόπτομεν

(우리는) 위조한다

παρακόπτετε

(너희는) 위조한다

παρακόπτουσιν*

(그들은) 위조한다

접속법단수 παρακόπτω

(나는) 위조하자

παρακόπτῃς

(너는) 위조하자

παρακόπτῃ

(그는) 위조하자

쌍수 παρακόπτητον

(너희 둘은) 위조하자

παρακόπτητον

(그 둘은) 위조하자

복수 παρακόπτωμεν

(우리는) 위조하자

παρακόπτητε

(너희는) 위조하자

παρακόπτωσιν*

(그들은) 위조하자

기원법단수 παρακόπτοιμι

(나는) 위조하기를 (바라다)

παρακόπτοις

(너는) 위조하기를 (바라다)

παρακόπτοι

(그는) 위조하기를 (바라다)

쌍수 παρακόπτοιτον

(너희 둘은) 위조하기를 (바라다)

παρακοπτοίτην

(그 둘은) 위조하기를 (바라다)

복수 παρακόπτοιμεν

(우리는) 위조하기를 (바라다)

παρακόπτοιτε

(너희는) 위조하기를 (바라다)

παρακόπτοιεν

(그들은) 위조하기를 (바라다)

명령법단수 παρακόπτε

(너는) 위조해라

παρακοπτέτω

(그는) 위조해라

쌍수 παρακόπτετον

(너희 둘은) 위조해라

παρακοπτέτων

(그 둘은) 위조해라

복수 παρακόπτετε

(너희는) 위조해라

παρακοπτόντων, παρακοπτέτωσαν

(그들은) 위조해라

부정사 παρακόπτειν

위조하는 것

분사 남성여성중성
παρακοπτων

παρακοπτοντος

παρακοπτουσα

παρακοπτουσης

παρακοπτον

παρακοπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακόπτομαι

(나는) 위조된다

παρακόπτει, παρακόπτῃ

(너는) 위조된다

παρακόπτεται

(그는) 위조된다

쌍수 παρακόπτεσθον

(너희 둘은) 위조된다

παρακόπτεσθον

(그 둘은) 위조된다

복수 παρακοπτόμεθα

(우리는) 위조된다

παρακόπτεσθε

(너희는) 위조된다

παρακόπτονται

(그들은) 위조된다

접속법단수 παρακόπτωμαι

(나는) 위조되자

παρακόπτῃ

(너는) 위조되자

παρακόπτηται

(그는) 위조되자

쌍수 παρακόπτησθον

(너희 둘은) 위조되자

παρακόπτησθον

(그 둘은) 위조되자

복수 παρακοπτώμεθα

(우리는) 위조되자

παρακόπτησθε

(너희는) 위조되자

παρακόπτωνται

(그들은) 위조되자

기원법단수 παρακοπτοίμην

(나는) 위조되기를 (바라다)

παρακόπτοιο

(너는) 위조되기를 (바라다)

παρακόπτοιτο

(그는) 위조되기를 (바라다)

쌍수 παρακόπτοισθον

(너희 둘은) 위조되기를 (바라다)

παρακοπτοίσθην

(그 둘은) 위조되기를 (바라다)

복수 παρακοπτοίμεθα

(우리는) 위조되기를 (바라다)

παρακόπτοισθε

(너희는) 위조되기를 (바라다)

παρακόπτοιντο

(그들은) 위조되기를 (바라다)

명령법단수 παρακόπτου

(너는) 위조되어라

παρακοπτέσθω

(그는) 위조되어라

쌍수 παρακόπτεσθον

(너희 둘은) 위조되어라

παρακοπτέσθων

(그 둘은) 위조되어라

복수 παρακόπτεσθε

(너희는) 위조되어라

παρακοπτέσθων, παρακοπτέσθωσαν

(그들은) 위조되어라

부정사 παρακόπτεσθαι

위조되는 것

분사 남성여성중성
παρακοπτομενος

παρακοπτομενου

παρακοπτομενη

παρακοπτομενης

παρακοπτομενον

παρακοπτομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακόψω

(나는) 위조하겠다

παρακόψεις

(너는) 위조하겠다

παρακόψει

(그는) 위조하겠다

쌍수 παρακόψετον

(너희 둘은) 위조하겠다

παρακόψετον

(그 둘은) 위조하겠다

복수 παρακόψομεν

(우리는) 위조하겠다

παρακόψετε

(너희는) 위조하겠다

παρακόψουσιν*

(그들은) 위조하겠다

기원법단수 παρακόψοιμι

(나는) 위조하겠기를 (바라다)

παρακόψοις

(너는) 위조하겠기를 (바라다)

παρακόψοι

(그는) 위조하겠기를 (바라다)

쌍수 παρακόψοιτον

(너희 둘은) 위조하겠기를 (바라다)

παρακοψοίτην

(그 둘은) 위조하겠기를 (바라다)

복수 παρακόψοιμεν

(우리는) 위조하겠기를 (바라다)

παρακόψοιτε

(너희는) 위조하겠기를 (바라다)

παρακόψοιεν

(그들은) 위조하겠기를 (바라다)

부정사 παρακόψειν

위조할 것

분사 남성여성중성
παρακοψων

παρακοψοντος

παρακοψουσα

παρακοψουσης

παρακοψον

παρακοψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακόψομαι

(나는) 위조되겠다

παρακόψει, παρακόψῃ

(너는) 위조되겠다

παρακόψεται

(그는) 위조되겠다

쌍수 παρακόψεσθον

(너희 둘은) 위조되겠다

παρακόψεσθον

(그 둘은) 위조되겠다

복수 παρακοψόμεθα

(우리는) 위조되겠다

παρακόψεσθε

(너희는) 위조되겠다

παρακόψονται

(그들은) 위조되겠다

기원법단수 παρακοψοίμην

(나는) 위조되겠기를 (바라다)

παρακόψοιο

(너는) 위조되겠기를 (바라다)

παρακόψοιτο

(그는) 위조되겠기를 (바라다)

쌍수 παρακόψοισθον

(너희 둘은) 위조되겠기를 (바라다)

παρακοψοίσθην

(그 둘은) 위조되겠기를 (바라다)

복수 παρακοψοίμεθα

(우리는) 위조되겠기를 (바라다)

παρακόψοισθε

(너희는) 위조되겠기를 (바라다)

παρακόψοιντο

(그들은) 위조되겠기를 (바라다)

부정사 παρακόψεσθαι

위조될 것

분사 남성여성중성
παρακοψομενος

παρακοψομενου

παρακοψομενη

παρακοψομενης

παρακοψομενον

παρακοψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρέκοπτον

(나는) 위조하고 있었다

παρέκοπτες

(너는) 위조하고 있었다

παρέκοπτεν*

(그는) 위조하고 있었다

쌍수 παρεκόπτετον

(너희 둘은) 위조하고 있었다

παρεκοπτέτην

(그 둘은) 위조하고 있었다

복수 παρεκόπτομεν

(우리는) 위조하고 있었다

παρεκόπτετε

(너희는) 위조하고 있었다

παρέκοπτον

(그들은) 위조하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεκοπτόμην

(나는) 위조되고 있었다

παρεκόπτου

(너는) 위조되고 있었다

παρεκόπτετο

(그는) 위조되고 있었다

쌍수 παρεκόπτεσθον

(너희 둘은) 위조되고 있었다

παρεκοπτέσθην

(그 둘은) 위조되고 있었다

복수 παρεκοπτόμεθα

(우리는) 위조되고 있었다

παρεκόπτεσθε

(너희는) 위조되고 있었다

παρεκόπτοντο

(그들은) 위조되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἡμᾶσ τοὺσ νῦν προσομιλοῦντασ καταλιπὼν πρὸ χιλίων ἐτῶν ἡμῖν διαλέγεται διαστρέφων τὴν γλῶτταν καὶ ταυτὶ τὰ ἀλλόκοτα συντιθεὶσ καὶ σπουδὴν ποιούμενοσ ἐπ’ αὐτοῖσ, ὡσ δή τι μέγα ὄν, εἴ τι ξενίζοι καὶ τὸ καθεστηκὸσ νόμισμα τῆσ φωνῆσ παρακόπτοι. (Lucian, Lexiphanes, (no name) 20:4)

    (루키아노스, Lexiphanes, (no name) 20:4)

  • ἢν δέ ποτ’ εἰσ ἀγρὸν οὗτοσ ἀπελθὼν εἰρηναῖοσ διατρίψῃ, καὶ χῖδρα φαγὼν ἀναθαρρήσῃ καὶ στεμφύλῳ ἐσ λόγον ἔλθῃ, γνώσεται οἱών ἀγαθῶν αὐτὸν τῇ μισθοφορᾷ παρεκόπτου· (Aristotle, Agon, Epirrheme 1:8)

    (아리스토텔레스, Agon, Epirrheme 1:8)

  • ὦ πόνηρε ὅσον με παρεκόπτου χρόνον τοιαῦτα κρουσιδημῶν. (Aristotle, Agon, antepirrheme12)

    (아리스토텔레스, Agon, antepirrheme12)

  • καὶ γὰρ Ὅμηρον, καθ’ ἅ φησιν Ἡρακλείδησ, πεντήκοντα δραχμαῖσ ὡσ μαινόμενον ἐζημίωσαν, καὶ Τυρταῖον παρακόπτειν ἔλεγον, καὶ Ἀστυδάμαντα πρότερον τῶν περὶ Αἰσχύλον ἐτίμησαν εἰκόνι χαλκῇ. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , section41)

    (작자 미상, 비가, , section41)

  • καὶ γὰρ Ὅμηρον, καθά φησιν Ἡρακλείδησ, πεντήκοντα δραχμαῖσ ὡσ μαινόμενον ἐζημίωσαν, καὶ Τυρταῖον παρακόπτειν ἔλεγον, καὶ Ἀστυδάμαντα πρότερον τῶν περὶ Αἰσχύλον ἐτίμησαν εἰκόνι χαλκῇ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. e'. SWKRATHS 26:7)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. e'. SWKRATHS 26:7)

유의어

  1. 속이다

  2. 때리다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION