헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐμπαίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐμπαίζω ἐμπαίξομαι

형태분석: ἐμ (접두사) + παίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: e)n

  1. 비웃다, 조롱하다, 흉내내다
  1. to mock at, mock
  2. to sport in or on

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμπαίζω

(나는) 비웃는다

ἐμπαίζεις

(너는) 비웃는다

ἐμπαίζει

(그는) 비웃는다

쌍수 ἐμπαίζετον

(너희 둘은) 비웃는다

ἐμπαίζετον

(그 둘은) 비웃는다

복수 ἐμπαίζομεν

(우리는) 비웃는다

ἐμπαίζετε

(너희는) 비웃는다

ἐμπαίζουσιν*

(그들은) 비웃는다

접속법단수 ἐμπαίζω

(나는) 비웃자

ἐμπαίζῃς

(너는) 비웃자

ἐμπαίζῃ

(그는) 비웃자

쌍수 ἐμπαίζητον

(너희 둘은) 비웃자

ἐμπαίζητον

(그 둘은) 비웃자

복수 ἐμπαίζωμεν

(우리는) 비웃자

ἐμπαίζητε

(너희는) 비웃자

ἐμπαίζωσιν*

(그들은) 비웃자

기원법단수 ἐμπαίζοιμι

(나는) 비웃기를 (바라다)

ἐμπαίζοις

(너는) 비웃기를 (바라다)

ἐμπαίζοι

(그는) 비웃기를 (바라다)

쌍수 ἐμπαίζοιτον

(너희 둘은) 비웃기를 (바라다)

ἐμπαιζοίτην

(그 둘은) 비웃기를 (바라다)

복수 ἐμπαίζοιμεν

(우리는) 비웃기를 (바라다)

ἐμπαίζοιτε

(너희는) 비웃기를 (바라다)

ἐμπαίζοιεν

(그들은) 비웃기를 (바라다)

명령법단수 ἐμπαίζε

(너는) 비웃어라

ἐμπαιζέτω

(그는) 비웃어라

쌍수 ἐμπαίζετον

(너희 둘은) 비웃어라

ἐμπαιζέτων

(그 둘은) 비웃어라

복수 ἐμπαίζετε

(너희는) 비웃어라

ἐμπαιζόντων, ἐμπαιζέτωσαν

(그들은) 비웃어라

부정사 ἐμπαίζειν

비웃는 것

분사 남성여성중성
ἐμπαιζων

ἐμπαιζοντος

ἐμπαιζουσα

ἐμπαιζουσης

ἐμπαιζον

ἐμπαιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμπαίζομαι

(나는) 비웃긴다

ἐμπαίζει, ἐμπαίζῃ

(너는) 비웃긴다

ἐμπαίζεται

(그는) 비웃긴다

쌍수 ἐμπαίζεσθον

(너희 둘은) 비웃긴다

ἐμπαίζεσθον

(그 둘은) 비웃긴다

복수 ἐμπαιζόμεθα

(우리는) 비웃긴다

ἐμπαίζεσθε

(너희는) 비웃긴다

ἐμπαίζονται

(그들은) 비웃긴다

접속법단수 ἐμπαίζωμαι

(나는) 비웃기자

ἐμπαίζῃ

(너는) 비웃기자

ἐμπαίζηται

(그는) 비웃기자

쌍수 ἐμπαίζησθον

(너희 둘은) 비웃기자

ἐμπαίζησθον

(그 둘은) 비웃기자

복수 ἐμπαιζώμεθα

(우리는) 비웃기자

ἐμπαίζησθε

(너희는) 비웃기자

ἐμπαίζωνται

(그들은) 비웃기자

기원법단수 ἐμπαιζοίμην

(나는) 비웃기기를 (바라다)

ἐμπαίζοιο

(너는) 비웃기기를 (바라다)

ἐμπαίζοιτο

(그는) 비웃기기를 (바라다)

쌍수 ἐμπαίζοισθον

(너희 둘은) 비웃기기를 (바라다)

ἐμπαιζοίσθην

(그 둘은) 비웃기기를 (바라다)

복수 ἐμπαιζοίμεθα

(우리는) 비웃기기를 (바라다)

ἐμπαίζοισθε

(너희는) 비웃기기를 (바라다)

ἐμπαίζοιντο

(그들은) 비웃기기를 (바라다)

명령법단수 ἐμπαίζου

(너는) 비웃겨라

ἐμπαιζέσθω

(그는) 비웃겨라

쌍수 ἐμπαίζεσθον

(너희 둘은) 비웃겨라

ἐμπαιζέσθων

(그 둘은) 비웃겨라

복수 ἐμπαίζεσθε

(너희는) 비웃겨라

ἐμπαιζέσθων, ἐμπαιζέσθωσαν

(그들은) 비웃겨라

부정사 ἐμπαίζεσθαι

비웃기는 것

분사 남성여성중성
ἐμπαιζομενος

ἐμπαιζομενου

ἐμπαιζομενη

ἐμπαιζομενης

ἐμπαιζομενον

ἐμπαιζομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμπαίξομαι

(나는) 비웃겠다

ἐμπαίξει, ἐμπαίξῃ

(너는) 비웃겠다

ἐμπαίξεται

(그는) 비웃겠다

쌍수 ἐμπαίξεσθον

(너희 둘은) 비웃겠다

ἐμπαίξεσθον

(그 둘은) 비웃겠다

복수 ἐμπαιξόμεθα

(우리는) 비웃겠다

ἐμπαίξεσθε

(너희는) 비웃겠다

ἐμπαίξονται

(그들은) 비웃겠다

기원법단수 ἐμπαιξοίμην

(나는) 비웃겠기를 (바라다)

ἐμπαίξοιο

(너는) 비웃겠기를 (바라다)

ἐμπαίξοιτο

(그는) 비웃겠기를 (바라다)

쌍수 ἐμπαίξοισθον

(너희 둘은) 비웃겠기를 (바라다)

ἐμπαιξοίσθην

(그 둘은) 비웃겠기를 (바라다)

복수 ἐμπαιξοίμεθα

(우리는) 비웃겠기를 (바라다)

ἐμπαίξοισθε

(너희는) 비웃겠기를 (바라다)

ἐμπαίξοιντο

(그들은) 비웃겠기를 (바라다)

부정사 ἐμπαίξεσθαι

비웃을 것

분사 남성여성중성
ἐμπαιξομενος

ἐμπαιξομενου

ἐμπαιξομενη

ἐμπαιξομενης

ἐμπαιξομενον

ἐμπαιξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνέπαιζον

(나는) 비웃고 있었다

ἐνέπαιζες

(너는) 비웃고 있었다

ἐνέπαιζεν*

(그는) 비웃고 있었다

쌍수 ἐνεπαίζετον

(너희 둘은) 비웃고 있었다

ἐνεπαιζέτην

(그 둘은) 비웃고 있었다

복수 ἐνεπαίζομεν

(우리는) 비웃고 있었다

ἐνεπαίζετε

(너희는) 비웃고 있었다

ἐνέπαιζον

(그들은) 비웃고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνεπαιζόμην

(나는) 비웃기고 있었다

ἐνεπαίζου

(너는) 비웃기고 있었다

ἐνεπαίζετο

(그는) 비웃기고 있었다

쌍수 ἐνεπαίζεσθον

(너희 둘은) 비웃기고 있었다

ἐνεπαιζέσθην

(그 둘은) 비웃기고 있었다

복수 ἐνεπαιζόμεθα

(우리는) 비웃기고 있었다

ἐνεπαίζεσθε

(너희는) 비웃기고 있었다

ἐνεπαίζοντο

(그들은) 비웃기고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐκάλεσε τοὺσ ὄντασ ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ εἶπεν αὐτοῖσ λέγουσα. ἴδετε, εἰσήγαγεν ἡμῖν παῖδα Ἑβραῖον ἐμπαίζειν ἡμῖν. εἰσῆλθε πρόσ με λέγων. κοιμήθητι μετ̓ ἐμοῦ, καὶ ἐβόησα φωνῇ μεγάλῃ. (Septuagint, Liber Genesis 39:14)

    (70인역 성경, 창세기 39:14)

  • ἐκεῖ πλοῖα διαπορεύονται, δράκων οὗτοσ, ὃν ἔπλασασ ἐμπαίζειν αὐτῇ. (Septuagint, Liber Psalmorum 103:26)

    (70인역 성경, 시편 103:26)

  • ψυχὴ ἐν πλησμονῇ οὖσα κηρίοισ ἐμπαίζει, ψυχῇ δὲ ἐνδεεῖ καὶ τὰ πικρὰ γλυκέα φαίνεται. (Septuagint, Liber Proverbiorum 27:7)

    (70인역 성경, 잠언 27:7)

  • "αὑτοῖσ γὰρ ἐμπαίζουσιν οἱ μωροὶ βροτῶν. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 15:6)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 15:6)

  • Ἥραν δὲ τὴν τελείαν μέλψωμεν ὥσπερ εἰκόσ, ἣ πᾶσι τοῖσ χοροῖσιν ἐμπαίζει τε καὶ κλῇδασ γάμου φυλάττει. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Lyric-Scene, strophe 23)

    (아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Lyric-Scene, strophe 23)

유의어

  1. 비웃다

  2. to sport in or on

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION