헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατοικίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατοικίζω κατοικιῶ

형태분석: κατ (접두사) + οἰκίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 심다, 뿌리다, ~에 접촉해 있다, 씨 뿌리다, 뛰어오르다, 땅에 묻다, ~에 원인이 있다, ~에 앉다, ~로 이루어져 있다
  1. to remove to, plant, settle or establish, as colonists, to settle or plant, in, to plant, in
  2. to colonise, people
  3. to be placed or settled
  4. to have colonies planted there, to be colonised
  5. to bring home and re-establish there, to restore to one's country

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοικίζω

(나는) 심는다

κατοικίζεις

(너는) 심는다

κατοικίζει

(그는) 심는다

쌍수 κατοικίζετον

(너희 둘은) 심는다

κατοικίζετον

(그 둘은) 심는다

복수 κατοικίζομεν

(우리는) 심는다

κατοικίζετε

(너희는) 심는다

κατοικίζουσιν*

(그들은) 심는다

접속법단수 κατοικίζω

(나는) 심자

κατοικίζῃς

(너는) 심자

κατοικίζῃ

(그는) 심자

쌍수 κατοικίζητον

(너희 둘은) 심자

κατοικίζητον

(그 둘은) 심자

복수 κατοικίζωμεν

(우리는) 심자

κατοικίζητε

(너희는) 심자

κατοικίζωσιν*

(그들은) 심자

기원법단수 κατοικίζοιμι

(나는) 심기를 (바라다)

κατοικίζοις

(너는) 심기를 (바라다)

κατοικίζοι

(그는) 심기를 (바라다)

쌍수 κατοικίζοιτον

(너희 둘은) 심기를 (바라다)

κατοικιζοίτην

(그 둘은) 심기를 (바라다)

복수 κατοικίζοιμεν

(우리는) 심기를 (바라다)

κατοικίζοιτε

(너희는) 심기를 (바라다)

κατοικίζοιεν

(그들은) 심기를 (바라다)

명령법단수 κατοίκιζε

(너는) 심어라

κατοικιζέτω

(그는) 심어라

쌍수 κατοικίζετον

(너희 둘은) 심어라

κατοικιζέτων

(그 둘은) 심어라

복수 κατοικίζετε

(너희는) 심어라

κατοικιζόντων, κατοικιζέτωσαν

(그들은) 심어라

부정사 κατοικίζειν

심는 것

분사 남성여성중성
κατοικιζων

κατοικιζοντος

κατοικιζουσα

κατοικιζουσης

κατοικιζον

κατοικιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοικίζομαι

(나는) 심긴다

κατοικίζει, κατοικίζῃ

(너는) 심긴다

κατοικίζεται

(그는) 심긴다

쌍수 κατοικίζεσθον

(너희 둘은) 심긴다

κατοικίζεσθον

(그 둘은) 심긴다

복수 κατοικιζόμεθα

(우리는) 심긴다

κατοικίζεσθε

(너희는) 심긴다

κατοικίζονται

(그들은) 심긴다

접속법단수 κατοικίζωμαι

(나는) 심기자

κατοικίζῃ

(너는) 심기자

κατοικίζηται

(그는) 심기자

쌍수 κατοικίζησθον

(너희 둘은) 심기자

κατοικίζησθον

(그 둘은) 심기자

복수 κατοικιζώμεθα

(우리는) 심기자

κατοικίζησθε

(너희는) 심기자

κατοικίζωνται

(그들은) 심기자

기원법단수 κατοικιζοίμην

(나는) 심기기를 (바라다)

κατοικίζοιο

(너는) 심기기를 (바라다)

κατοικίζοιτο

(그는) 심기기를 (바라다)

쌍수 κατοικίζοισθον

(너희 둘은) 심기기를 (바라다)

κατοικιζοίσθην

(그 둘은) 심기기를 (바라다)

복수 κατοικιζοίμεθα

(우리는) 심기기를 (바라다)

κατοικίζοισθε

(너희는) 심기기를 (바라다)

κατοικίζοιντο

(그들은) 심기기를 (바라다)

명령법단수 κατοικίζου

(너는) 심겨라

κατοικιζέσθω

(그는) 심겨라

쌍수 κατοικίζεσθον

(너희 둘은) 심겨라

κατοικιζέσθων

(그 둘은) 심겨라

복수 κατοικίζεσθε

(너희는) 심겨라

κατοικιζέσθων, κατοικιζέσθωσαν

(그들은) 심겨라

부정사 κατοικίζεσθαι

심기는 것

분사 남성여성중성
κατοικιζομενος

κατοικιζομενου

κατοικιζομενη

κατοικιζομενης

κατοικιζομενον

κατοικιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοικίω

(나는) 심겠다

κατοικίεις

(너는) 심겠다

κατοικίει

(그는) 심겠다

쌍수 κατοικίειτον

(너희 둘은) 심겠다

κατοικίειτον

(그 둘은) 심겠다

복수 κατοικίουμεν

(우리는) 심겠다

κατοικίειτε

(너희는) 심겠다

κατοικίουσιν*

(그들은) 심겠다

기원법단수 κατοικίοιμι

(나는) 심겠기를 (바라다)

κατοικίοις

(너는) 심겠기를 (바라다)

κατοικίοι

(그는) 심겠기를 (바라다)

쌍수 κατοικίοιτον

(너희 둘은) 심겠기를 (바라다)

κατοικιοίτην

(그 둘은) 심겠기를 (바라다)

복수 κατοικίοιμεν

(우리는) 심겠기를 (바라다)

κατοικίοιτε

(너희는) 심겠기를 (바라다)

κατοικίοιεν

(그들은) 심겠기를 (바라다)

부정사 κατοικίειν

심을 것

분사 남성여성중성
κατοικιων

κατοικιουντος

κατοικιουσα

κατοικιουσης

κατοικιουν

κατοικιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοικίουμαι

(나는) 심기겠다

κατοικίει, κατοικίῃ

(너는) 심기겠다

κατοικίειται

(그는) 심기겠다

쌍수 κατοικίεισθον

(너희 둘은) 심기겠다

κατοικίεισθον

(그 둘은) 심기겠다

복수 κατοικιοῦμεθα

(우리는) 심기겠다

κατοικίεισθε

(너희는) 심기겠다

κατοικίουνται

(그들은) 심기겠다

기원법단수 κατοικιοίμην

(나는) 심기겠기를 (바라다)

κατοικίοιο

(너는) 심기겠기를 (바라다)

κατοικίοιτο

(그는) 심기겠기를 (바라다)

쌍수 κατοικίοισθον

(너희 둘은) 심기겠기를 (바라다)

κατοικιοίσθην

(그 둘은) 심기겠기를 (바라다)

복수 κατοικιοίμεθα

(우리는) 심기겠기를 (바라다)

κατοικίοισθε

(너희는) 심기겠기를 (바라다)

κατοικίοιντο

(그들은) 심기겠기를 (바라다)

부정사 κατοικίεισθαι

심길 것

분사 남성여성중성
κατοικιουμενος

κατοικιουμενου

κατοικιουμενη

κατοικιουμενης

κατοικιουμενον

κατοικιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατῷκιζον

(나는) 심고 있었다

κατῷκιζες

(너는) 심고 있었다

κατῷκιζεν*

(그는) 심고 있었다

쌍수 κατῴκιζετον

(너희 둘은) 심고 있었다

κατῳκῖζετην

(그 둘은) 심고 있었다

복수 κατῴκιζομεν

(우리는) 심고 있었다

κατῴκιζετε

(너희는) 심고 있었다

κατῷκιζον

(그들은) 심고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατῳκῖζομην

(나는) 심기고 있었다

κατῴκιζου

(너는) 심기고 있었다

κατῴκιζετο

(그는) 심기고 있었다

쌍수 κατῴκιζεσθον

(너희 둘은) 심기고 있었다

κατῳκῖζεσθην

(그 둘은) 심기고 있었다

복수 κατῳκῖζομεθα

(우리는) 심기고 있었다

κατῴκιζεσθε

(너희는) 심기고 있었다

κατῴκιζοντο

(그들은) 심기고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τούτουσ, ἐπεὰν γένωνται τρόφιεσ, ὃ τι χρὴ ποιέειν, ἐξηγέο σύ, εἴτε αὐτοῦ κατοικίζω χώρησ γὰρ τῆσδε ἔχω τὸ κράτοσ αὕτη εἴτε ἀποπέμπω παρὰ σέ. (Herodotus, The Histories, book 4, chapter 9 4:1)

    (헤로도토스, The Histories, book 4, chapter 9 4:1)

유의어

  1. to colonise

  2. to be placed or settled

  3. to have colonies planted there

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION