헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ζημιόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ζημιόω

형태분석: ζημιό (어간) + ω (인칭어미)

어원: from zhmi/a

  1. 처벌하다, 벌금을 과하다, 선고하다
  2. 벌주다, 처벌하다
  1. to cause loss or do damage to, will suffer, losses
  2. to fine, amerce, mulct in, to be fined or amerced in, wilt lose
  3. to punish

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ζημίω

ζημίοις

ζημίοι

쌍수 ζημίουτον

ζημίουτον

복수 ζημίουμεν

ζημίουτε

ζημίουσιν*

접속법단수 ζημίω

ζημίοις

ζημίοι

쌍수 ζημίωτον

ζημίωτον

복수 ζημίωμεν

ζημίωτε

ζημίωσιν*

기원법단수 ζημίοιμι

ζημίοις

ζημίοι

쌍수 ζημίοιτον

ζημιοίτην

복수 ζημίοιμεν

ζημίοιτε

ζημίοιεν

명령법단수 ζημῖου

ζημιοῦτω

쌍수 ζημίουτον

ζημιοῦτων

복수 ζημίουτε

ζημιοῦντων, ζημιοῦτωσαν

부정사 ζημίουν

분사 남성여성중성
ζημιων

ζημιουντος

ζημιουσα

ζημιουσης

ζημιουν

ζημιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ζημίουμαι

ζημίοι

ζημίουται

쌍수 ζημίουσθον

ζημίουσθον

복수 ζημιοῦμεθα

ζημίουσθε

ζημίουνται

접속법단수 ζημίωμαι

ζημίοι

ζημίωται

쌍수 ζημίωσθον

ζημίωσθον

복수 ζημιώμεθα

ζημίωσθε

ζημίωνται

기원법단수 ζημιοίμην

ζημίοιο

ζημίοιτο

쌍수 ζημίοισθον

ζημιοίσθην

복수 ζημιοίμεθα

ζημίοισθε

ζημίοιντο

명령법단수 ζημίου

ζημιοῦσθω

쌍수 ζημίουσθον

ζημιοῦσθων

복수 ζημίουσθε

ζημιοῦσθων, ζημιοῦσθωσαν

부정사 ζημίουσθαι

분사 남성여성중성
ζημιουμενος

ζημιουμενου

ζημιουμενη

ζημιουμενης

ζημιουμενον

ζημιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὑπὸ τοῦ κέρδουσ οὖν ζημιοῦνται ἢ ὑπὸ τῆσ ζημίασ ἄνθρωποι; (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 17:4)

    (플라톤, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 17:4)

  • καὶ γὰρ ὑπὸ τῆσ ζημίασ ζημιοῦνται καὶ ὑπὸ τοῦ κέρδουσ τοῦ πονηροῦ. (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 17:6)

    (플라톤, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 17:6)

  • οἱ δὲ μὴ εἰδότεσ ὅ τι ποιοῦσι, κακῶσ τε αἱρούμενοι καὶ οἷσ ἂν ἐπιχειρήσωσιν ἀποτυγχάνοντεσ, οὐ μόνον ἐν αὐτοῖσ τούτοισ ζημιοῦνταί τε καὶ κολάζονται, ἀλλὰ καὶ ἀδοξοῦσι διὰ ταῦτα καὶ καταγέλαστοι γίγνονται καὶ καταφρονούμενοι καὶ ἀτιμαζόμενοι ζῶσιν. (Xenophon, Memorabilia, , chapter 2 30:1)

    (크세노폰, Memorabilia, , chapter 2 30:1)

  • καὶ γὰρ τούτων οἱ μὲν ἐπ’ αὐτοφώρῳ ἁλόντεσ, ἐὰν ὁμολογῶσι, παραχρῆμα θανάτῳ ζημιοῦνται, οἱ δὲ λαθόντεσ καὶ ἔξαρνοι γιγνόμενοι κρίνονται ἐν τοῖσ δικαστηρίοισ, εὑρίσκεται δὲ ἡ ἀλήθεια ἐκ τῶν εἰκότων. (Aeschines, Speeches, , section 912)

    (아이스키네스, 연설, , section 912)

  • οὐκοῦν ἀχθέντεσ εἰσ τὴν ἀρχὴν ζημιοῦνται ἧσ ἂν ἕκαστοι δοκῶσιν ἄξιοι ζημίασ; (Dio, Chrysostom, Orationes, 18:4)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 18:4)

유의어

  1. 벌주다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION