헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χλαμύς

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χλαμύς χλαμύδος

형태분석: χλαμυδ (어간) + ς (어미)

  1. 망토, 그리스 망토, 소매 없는 외투, 의복
  1. cloak, robe, mantle (especially a military or royal cloak)

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χλαμύς

망토가

χλαμύδε

망토들이

χλαμύδες

망토들이

속격 χλαμύδος

망토의

χλαμύδοιν

망토들의

χλαμύδων

망토들의

여격 χλαμύδι

망토에게

χλαμύδοιν

망토들에게

χλαμύσιν*

망토들에게

대격 χλαμύδα

망토를

χλαμύδε

망토들을

χλαμύδας

망토들을

호격 χλαμύ

망토야

χλαμύδε

망토들아

χλαμύδες

망토들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶτ’ ἐπειδὰν πέσωσιν, ὅμοιοι μάλιστα φαίνονται τοῖσ τραγικοῖσ ὑποκριταῖσ, ὧν πολλοὺσ ἰδεῖν ἔνεστι τέωσ μὲν Κέκροπασ δῆθεν ὄντασ ἢ Σισύφουσ ἢ Τηλέφουσ, διαδήματα ἔχοντασ καὶ ξίφη ἐλεφαντόκωπα καὶ ἐπίσειστον κόμην καὶ χλαμύδα· (Lucian, Gallus, (no name) 26:4)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 26:4)

  • Ἐμοὶ μὲν καὶ πάνυ καλόσ, ὦ Ἀφροδίτη, δοκεῖ, καὶ μάλιστα ὅταν ὑποβαλόμενοσ ἐπὶ τῆσ πέτρασ τὴν χλαμύδα καθεύδῃ τῇ λαιᾷ μὲν ἔχων τὰ ἀκόντια ἤδη ἐκ τῆσ χειρὸσ ὑπορρέοντα, ἡ δεξιὰ δὲ περὶ τὴν κεφαλὴν ἐσ τὸ ἄνω ἐπικεκλασμένη ἐπιπρέπῃ τῷ προσώπῳ περικειμένη, ὁ δὲ ὑπὸ τοῦ ὕπνου λελυμένοσ ἀναπνέῃ τὸ ἀμβρόσιον ἐκεῖνο ἆσθμα. (Lucian, Dialogi deorum, 3:3)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 3:3)

  • σὺ δὲ καὶ τὴν Μακεδονικὴν χλαμύδα καταβαλὼν κάνδυν, ὥσ φασι, μετενέδυσ καὶ τιάραν ὀρθὴν ἐπέθου καὶ προσκυνεῖσθαι ὑπὸ Μακεδόνων, ὑπ̓ ἐλευθέρων ἀνδρῶν, ἠξίουσ, καὶ τὸ πάντων γελοιότατον, ἐμιμοῦ τὰ τῶν νενικημένων. (Lucian, Dialogi mortuorum, 6:1)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 6:1)

  • τὸν δὲ κοινωνικὸν καὶ φιλάνθρωπον καὶ φιλόπολιν καὶ κηδεμονικὸν καὶ πολιτικὸν ἀληθῶσ, κἂν μηδέποτε τὴν χλαμύδα περί; (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 26 7:1)

    (플루타르코스, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 26 7:1)

  • ἐνθαῦτα ἄνθρωπόσ σφισιν ὤφθη χλαμύδα τε φορέων Ἑλληνικὴν καὶ τὰ ἄλλα ὡσ Ἕλλην ἐσκευασμένοσ, καὶ φωνὴν Ἑλλάδα ἐφώνεε. (Arrian, Indica, chapter 33 5:1)

    (아리아노스, Indica, chapter 33 5:1)

유의어

  1. 망토

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION