헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χηλή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χηλή

형태분석: χηλ (어간) + η (어미)

  1. 굽, 발굽
  2. 턱뼈, 거흠
  1. hoof
  2. unguis of an ox
  3. jawbone

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χηλή

굽이

χηλᾱ́

굽들이

χηλαί

굽들이

속격 χηλῆς

굽의

χηλαῖν

굽들의

χηλῶν

굽들의

여격 χηλῇ

굽에게

χηλαῖν

굽들에게

χηλαῖς

굽들에게

대격 χηλήν

굽을

χηλᾱ́

굽들을

χηλᾱ́ς

굽들을

호격 χηλή

굽아

χηλᾱ́

굽들아

χηλαί

굽들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πρὸσ φάτναισ δὲ ταῦρον εὑρών, οὗ καθεῖρξ’ ἡμᾶσ ἄγων, τῷδε περὶ βρόχουσ ἔβαλλε γόνασι καὶ χηλαῖσ ποδῶν, θυμὸν ἐκπνέων, ἱδρῶτα σώματοσ στάζων ἄπο, χείλεσιν διδοὺσ ὀδόντασ· (Euripides, episode, trochees2)

    (에우리피데스, episode, trochees2)

  • πῶλοι δέ νιν χηλαῖσ τένοντασ ἐξεφοίνισσον ποδῶν. (Euripides, Phoenissae, episode 3:6)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode 3:6)

  • φησὶν Ἐμπεδοκλῆσ ὀξυβελεῖσ χαῖται νώτοισ ἐπιπεφρίκασι, τὰ δ’ ὑποδέδεται καὶ ἠμφίεσται φολίσι καὶ λάχναισ καὶ χηλαῖσ καὶ ὁπλαῖσ ἀποκρότοισ· (Plutarch, De fortuna, chapter, section 3 6:2)

    (플루타르코스, De fortuna, chapter, section 3 6:2)

  • ἱερὸσ δ’ ὄρνισ Ἄρεοσ, ὃν δρυοκολάπτην καλοῦσιν, ἐπιφοιτῶν καὶ προσκαθίζων ἀκρώνυχοσ, ἐν μέρει τῶν νηπίων ἑκατέρου στόμα τῇ χηλῇ διοίγων, ἐνετίθει ψώμισμα, τῆσ αὑτοῦ τροφῆσ ἀπομερίζων. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 8 3:2)

    (플루타르코스, De fortuna Romanorum, section 8 3:2)

  • ἱερὸσ δ’ ὄρνισ Ἄρεοσ, ὃν δρυοκολάπτην καλοῦσιν, ἐπιφοιτῶν καὶ προσκαθίζων ἀκρώνυχοσ, ἐν μέρει τῶν νηπίων ἑκατέρου στόμα τῇ χηλῇ διοίγων, ἐνετίθει ψώμισμα, τῆσ αὑτοῦ τροφῆσ ἀπομερίζων. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 8 8:2)

    (플루타르코스, De fortuna Romanorum, section 8 8:2)

  • ἐκκειμένων δὲ τῶν βρεφῶν, παριόντων ἱπποφορβῶν ἵπποσ μία προσαψαμένη τῇ χηλῇ θατέρου τῶν βρεφῶν πέλιόν τι τοῦ προσώπου μέροσ ἐποίησεν. (Apollodorus, Library and Epitome, book 1, chapter 9 8:4)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 1, chapter 9 8:4)

  • εἰ δέ τοι μόχθων γένοιτο τῶνδ’ ἅλισ, δεχοίμεθ’ ἄν, δαίμονοσ χηλῇ βαρείᾳ δυστυχῶσ πεπληγμένοι. (Aeschylus, Agamemnon, episode, close12)

    (아이스킬로스, 아가멤논, episode, close12)

  • τὸ μὲν δὴ ἀκάτιον εἰσ τραχύν τινα αἰγιαλὸν ὑπὸ τοῖσ κρημνοῖσ ἐκβαλόντεσ διέφθειραν, αὐτοὶ δὲ ἀπεχώρησαν πρόσ τινασ πορφυρεῖσὑφορμοῦντασ ἐπὶ τῇ πλησίον χηλῇ, κἀκείνοισ συνεργάζεσθαι διενοοῦντο αὐτοῦ μένοντεσ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 2:3)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 2:3)

유의어

  1. 턱뼈

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION