- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χηλή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: chēlē 고전 발음: [켈:레:] 신약 발음: [켈레]

기본형: χηλή

형태분석: χηλ (어간) + η (어미)

  1. 굽, 발굽
  2. 턱뼈, 거흠
  1. hoof
  2. unguis of an ox
  3. jawbone

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χηλή

굽이

χηλά

굽들이

χηλαί

굽들이

속격 χηλῆς

굽의

χηλαῖν

굽들의

χηλῶν

굽들의

여격 χηλῇ

굽에게

χηλαῖν

굽들에게

χηλαῖς

굽들에게

대격 χηλήν

굽을

χηλά

굽들을

χηλάς

굽들을

호격 χηλή

굽아

χηλά

굽들아

χηλαί

굽들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δὲ Ἀριστοτέλην φάσκοντες Ἀντιπάτρῳ σύμβουλον γεγενῆσθαι τῆς πράξεως, καὶ ὅλως δι ἐκείνου πορισθῆναι τὸ φάρμακον, Ἁγνόθεμίν τινα διηγεῖσθαι λέγουσιν ὡς Ἀντιγόνου τοῦ βασιλέως ἀκούσαντα τὸ δὲ φάρμακον ὕδωρ εἶναι ψυχρὸν καὶ παγετῶδες ἀπὸ πέτρας τινὸς ἐν Νωνάκριδι οὔσης, ἣν ὥσπερ δρόσον λεπτὴν ἀναλαμβάνοντες εἰς ὄνου χηλὴν ἀποτίθενται τῶν γὰρ ἄλλων οὐδὲν ἀγγεῖον στέγειν, ἀλλὰ διακόπτειν ὑπὸ ψυχρότητος καὶ δριμύτητος. (Plutarch, Alexander, chapter 77 2:1)

    (플루타르코스, Alexander, chapter 77 2:1)

  • ἀναχθέντα δὲ συχναῖς ἁλιάσιν ἅμα τριακοντόρου συμπαραπλεούσης ὑφορμίσασθαι τῇ Σαλαμῖνι κατὰ χηλήν τινα πρὸς τὴν Εὔβοιαν ἀποβλέπουσαν. (Plutarch, , chapter 9 2:2)

    (플루타르코스, , chapter 9 2:2)

  • βαιὸς ἰδεῖν ὁ Πρίηπος ἐπαιγιαλίτιδα ναίω χηλήν, αἰθυίας οὔποτε % ἀντιβίας,1 φοξός, ἄπους, οἱό῀ν κεν ἐρημαίῃσιν ἐπ ἀκταῖς ξέσσειαν μογερῶν υἱέες ἰχθυβόλων. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 10, chapter 81)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 10, chapter 81)

  • ἄλλοι δὲ ἔθεον ἐπὶ θάλατταν καὶ παρὰ τὴν χηλὴν τοῦ τείχους ὑπερβαίνουσιν εἰς τὴν πόλιν, ἄλλοι δὲ οἳ ἐτύγχανον ἔνδον ὄντες τῶν στρατιωτῶν, ὡς ὁρῶσι τὰ ἐπὶ ταῖς πύλαις πράγματα, διακόπτοντες ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα ἀναπεταννύασι τὰς πύλας, οἱ δ εἰσπίπτουσιν. (Xenophon, Anabasis, , chapter 1 21:1)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 1 21:1)

  • ὑπὸ γὰρ χηλὴν ἐξαίσιον κεκλιμένην πρὸς ζέφυρον κόλπος ἐστὶν οὐ μόνον κατὰ τὴν ἰδέαν θαυμαστός, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν εὐχρηστίαν πολὺ τοὺς ἄλλους ὑπερέχων: (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 44 7:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 44 7:2)

유의어

  1. 턱뼈

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION