Ancient Greek-English Dictionary Language

χαρίεις

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: χαρίεις χαρίεσσα χαρίεν

Structure: χαριεντ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: xa/ris

Sense

  1. graceful, beautiful, elegant
  2. cultured, refined

Examples

  • καὶ ἔστιν αὐτοῦ πρῶτοσ τῶν ἐν δικαστηρίῳ κατασκευασθέντων ἀγώνων ὁ κατὰ Ἀνδροτίωνοσ, ὃν ἔγραφε Διοδώρῳ τῷ κρίνοντι τὸ ψήφισμα παρανόμων, καὶ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον ἕτεροσ , ὁ περὶ τῶν ἀτελειῶν, ὃν αὐτὸσ διέθετο, χαριέστατοσ ἁπάντων τῶν λόγων καὶ γραφικώτατοσ. (Dionysius of Halicarnassus, Ad Ammaeum, chapter 44)
  • χαριέστατοσ δ’ ἐστὶν ὁ Χῖοσ καὶ τοῦ Χίου ὁ καλούμενοσ Ἀριούσιοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 59 3:2)
  • τῶν δ’ οἴνων χαριέστατοσ ὁ κατὰ τὴν Ἰταλίαν Ἀλβανὸσ καὶ ὁ Φαλερνίτησ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 59 4:1)
  • χαριέστατοσ δ’ οἶνοσ εἰσ παλαίωσιν ὁ Κερκυραῖοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 59 4:3)
  • καὶ Θέογνισ δέ φησιν ἥξω δ’ ὡσ οἶνοσ χαριέστατοσ ἀνδρὶ πεπόσθαι, οὔτε τι νήφων εἴμ’ οὔτε λίαν μεθύων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 32 1:2)

Synonyms

  1. cultured

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION