헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χαρίεις

1/3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χαρίεις χαρίεσσα χαρίεν

형태분석: χαριεντ (어간) + ος (어미)

어원: xa/ris

  1. 우아한, 아름다운, 예쁜, 잘생긴
  2. 교양 있는, 고상한, 세련된
  1. graceful, beautiful, elegant
  2. cultured, refined

곡용 정보

1/3군 변화
남성 여성 중성
단수주격 χαρίεις

우아한 (이)가

χαρίεσσα

우아한 (이)가

χαρίεν

우아한 (것)가

속격 χαρίεντος

우아한 (이)의

χαριέσσης

우아한 (이)의

χαρίεντος

우아한 (것)의

여격 χαρίεντι

우아한 (이)에게

χαριέσσῃ

우아한 (이)에게

χαρίεντι

우아한 (것)에게

대격 χαρίεντα

우아한 (이)를

χαρίεσσαν

우아한 (이)를

χαρίεν

우아한 (것)를

호격 χαρίεν

우아한 (이)야

χαρίεσσα

우아한 (이)야

χαρίεν

우아한 (것)야

쌍수주/대/호 χαρίεντε

우아한 (이)들이

χαριέσσᾱ

우아한 (이)들이

χαρίεντε

우아한 (것)들이

속/여 χαριέντοιν

우아한 (이)들의

χαριέσσαιν

우아한 (이)들의

χαριέντοιν

우아한 (것)들의

복수주격 χαρίεντες

우아한 (이)들이

χαριέσσαι

우아한 (이)들이

χαρίεντα

우아한 (것)들이

속격 χαριέντων

우아한 (이)들의

χαριεσσῶν

우아한 (이)들의

χαριέντων

우아한 (것)들의

여격 χαρίεσιν*

우아한 (이)들에게

χαριέσσαις

우아한 (이)들에게

χαρίεσιν*

우아한 (것)들에게

대격 χαρίεντας

우아한 (이)들을

χαριέσσᾱς

우아한 (이)들을

χαρίεντα

우아한 (것)들을

호격 χαρίεντες

우아한 (이)들아

χαριέσσαι

우아한 (이)들아

χαρίεντα

우아한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐρήσομαι τοίνυν αὐτόν, μᾶλλον δὲ σὲ ὑπὲρ αὐτοῦ ‐ καὶ γὰρ διαμνημονεύεισ εὖ ποιοῦσα τὰ χαριέστατα τῶν ἐρραψῳδημένων αὐτῷ ‐ τί σοι ἐκεῖνοσ ^ δοκεῖ, ὁπόταν περὶ τῆσ αἰχμαλώτου λέγῃ τῆσ Βρισηΐδοσ ὅτι χρυσῇ Ἀφροδίτῃ ἰκέλη ἐπένθει τὸν Πάτροκλον; (Lucian, Pro imaginibus, (no name) 24:2)

    (루키아노스, Pro imaginibus, (no name) 24:2)

  • εἰσαγέσθω δὲ πρῶτοσ Ἰσοκράτησ, καὶ τούτου λαμβανέσθω λέξισ ἐκ τοῦ περὶ τῆσ εἰρήνησ λόγου χαριέστατα δοκοῦσα ἔχειν, ἣν αὐτὸσ ἐν τῷ περὶ τῆσ ἀντιδόσεωσ λόγῳ προφέρεται μέγα ἐπ’ αὐτῇ φρονῶν, δι’ ἧσ συγκρίνει τὴν ἐπὶ τῶν προγόνων πολιτείαν τῇ τότε καθεστώσῃ καὶ τὰσ πράξεισ τὰσ παλαιὰσ ἀντιπαρατίθησι ταῖσ νέαισ, τὰσ μὲν ἀρχαίασ ἐπαινῶν τὰσ δ’ ἐν τῷ καθ’ ἑαυτὸν χρόνῳ μεμφόμενοσ, τῆσ τε μεταβολῆσ τῆσ ἐπὶ τὰ χείρω τοὺσ δημαγωγοὺσ ἀποφαίνων αἰτίουσ ὡσ οὐ τὰ κράτιστα εἰσηγουμένουσ ἀλλὰ τὰ πρὸσ ἡδονὴν τῷ πλήθει δημηγοροῦντασ. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 171)

    (디오니시오스, De Demosthene, chapter 171)

유의어

  1. 교양 있는

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION