Ancient Greek-English Dictionary Language

χαρίεις

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: χαρίεις χαρίεσσα χαρίεν

Structure: χαριεντ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: xa/ris

Sense

  1. graceful, beautiful, elegant
  2. cultured, refined

Examples

  • πυλὼν μὲν ὑψηλὸσ ἀναβάσεισ πλατείασ ἔχων, ὑπτίασ μᾶλλον ἢ ὀρθίασ πρὸσ τὴν τῶν ἀνιόντων εὐμάρειαν εἰσιόντα δὲ τοῦτον ἐκδέχεται κοινὸσ οἶκοσ εὐμεγέθησ, ἱκανὴν ἔχων ὑπηρέταισ καὶ ἀκολούθοισ διατριβήν, ἐν ἀριστερᾷ δὲ τὰ ἐσ τρυφὴν παρεσκευασμένα οἰκήματα βαλανείῳ δ’ οὖν καὶ ταῦτα πρεπωδέστατα, χαρίεσσαι καὶ φωτὶ πολλῷ καταλαμπόμεναι ὑποχωρήσεισ. (Lucian, (no name) 5:1)

Synonyms

  1. cultured

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION