Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑπερεμφορέομαι

ε-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: ὑπερεμφορέομαι

Structure: ὑπερεμφορέ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to be filled quite full

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπερεμφόρουμαι ὑπερεμφόρει, ὑπερεμφόρῃ ὑπερεμφόρειται
Dual ὑπερεμφόρεισθον ὑπερεμφόρεισθον
Plural ὑπερεμφοροῦμεθα ὑπερεμφόρεισθε ὑπερεμφόρουνται
SubjunctiveSingular ὑπερεμφόρωμαι ὑπερεμφόρῃ ὑπερεμφόρηται
Dual ὑπερεμφόρησθον ὑπερεμφόρησθον
Plural ὑπερεμφορώμεθα ὑπερεμφόρησθε ὑπερεμφόρωνται
OptativeSingular ὑπερεμφοροίμην ὑπερεμφόροιο ὑπερεμφόροιτο
Dual ὑπερεμφόροισθον ὑπερεμφοροίσθην
Plural ὑπερεμφοροίμεθα ὑπερεμφόροισθε ὑπερεμφόροιντο
ImperativeSingular ὑπερεμφόρου ὑπερεμφορεῖσθω
Dual ὑπερεμφόρεισθον ὑπερεμφορεῖσθων
Plural ὑπερεμφόρεισθε ὑπερεμφορεῖσθων, ὑπερεμφορεῖσθωσαν
Infinitive ὑπερεμφόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπερεμφορουμενος ὑπερεμφορουμενου ὑπερεμφορουμενη ὑπερεμφορουμενης ὑπερεμφορουμενον ὑπερεμφορουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be filled quite full

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION