ὑπεξαιρέω
ε 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὑπεξαιρέω
ὑπεξαιρήσω
ὑπέξεῖλον
형태분석:
ὑπ
(접두사)
+
ἐξ
(접두사)
+
αἱρέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 제외하다, 제쳐놓다, 떼어내 놓다, 떨어져 움직이다
- to take away from below, to drain away
- to make away with, to destroy gradually, having done away with
- to take out privily for oneself, steal away
- to put aside, except, exclude
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- μόνα τὰ δόγματα ὑπεξαιροῦνται, ἃ καὶ ὁ Ζεὺσ ἐξαίρετα ἑκάστου εἶναι ἠθέλησεν. (Epictetus, Works, book 4, 35:2)
(에픽테토스, Works, book 4, 35:2)
- καὶ μὴν οὐδ’ οἱ τοῦτο πείθοντεσ περὶ πάσησ Αἰγύπτου πειρῶνται πείθειν, ἀλλ’ ὑπεξαιροῦνται τήν γε ὑπὲρ κορυφῆσ τοῦ Δέλτα τοσαύτην οὖσαν ἀρχαίαν εἶναι, καὶ οὐχ ἁπλῶσ οὐδ’ ὡσ κοινὸν εἰπεῖν, ἀλλ’ οὕτω διαφερόντωσ ἀρχαίαν ὥστε καὶ πρώτην ἀνθρώπουσ ἐνεγκεῖν τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν, ἵνα μή τι λέγω πλέον. (Aristides, Aelius, Orationes, 22:8)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 22:8)
유의어
-
to take away from below
-
to make away with
-
to take out privily for oneself
파생어
- αἱρέω (잡다, 쥐다, 장악하다)
- ἀναιρέω (취하다, 잡다, )
- ἀπεξαιρέω (제거하다, 빼다, 치우다)
- ἀποπροαιρέω (to take away from, having taken some of)
- ἀφαιρέω (제거하다, 나누다, 떼다)
- διαιρέω (열다, 자르다, 부수다)
- ἐξαιρέω (제외하다, 빼다, 꺼내다)
- ἐξαφαιρέω (to take right away)
- καθαιρέω (잡다, 빼앗다, 받다)
- μεθαιρέω (to catch in turn)
- παραιρέω (제거하다, 빼앗다, 치우다)
- περιαιρέω (빼앗다, 제거하다, 가져가다)
- προαιρέω (낳다, 가져오다, 생산하다)
- προαναιρέω (to take away before, to refute by anticipation)
- προεξαιρέω (to take out before, to be deprived of before)
- προσαιρέομαι (to choose for oneself, to take for one's companion or ally, to choose in addition to)
- προυφαιρέω (얻다, 획득하다, ~주변을 돌아다니다)
- συγκαθαιρέω (수행하다, ~와 비교하다, 성취하다)
- συναιρέω (모으다, 연합하다, 수집하다)
- συναναιρέω (to destroy together with, to destroy altogether or utterly, to give the same answer)
- συναφαιρέω (to take away together, to assist in rescuing)
- συνεξαιρέω (to take out together, to help in removing, to take away also)
- ὑφαιρέω (쫓아내다, 잘라버리다, 닳다)