ὑπαλείφω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὑπαλείφω
ὑπαλείψω
형태분석:
ὑπ
(접두사)
+
ἀλείφ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 기름을 바르다, 도포하다, 기름을 부어 신성하게 하다, 칠하다
- to lay thinly on, to spread like salve;
- to anoint, to anoint oneself, to anoint one's
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐπεμελεῖτο δὲ καὶ τῆσ ὄψεωσ, τήν τε τρίχα τὴν ἐπὶ τῆσ κεφαλῆσ ξανθιζόμενοσ καὶ παιδέρωτι τὸ πρόσωπον ὑπαλειφόμενοσ καὶ τοῖσ ἄλλοισ ἀλείμμασιν ἐγχρίων ἑαυτόν ἠβούλετο γὰρ τὴν ὄψιν ἱλαρὸσ καὶ τοῖσ ἀπαντῶσιν ἡδὺσ φαίνεσθαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 60 2:1)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 60 2:1)
- ποτέρωσ ἂν οὖν, ἔφην ἐγώ, τοῦ σώματοσ αὖ δοκοίην εἶναι ἀξιοφίλητοσ μᾶλλον κοινωνόσ, εἴ σοι τὸ σῶμα πειρῴμην παρέχειν τὸ ἐμαυτοῦ ἐπιμελόμενοσ ὅπωσ ὑγιαῖνόν τε καὶ ἐρρωμένον ἔσται, καὶ διὰ ταῦτα τῷ ὄντι εὔχρωσ σοι ἔσομαι, ἢ εἴ σοι μίλτῳ ἀλειφόμενοσ καὶ τοὺσ ὀφθαλμοὺσ ὑπαλειφόμενοσ ἀνδρεικέλῳ ἐπιδεικνύοιμί τε ἐμαυτὸν καὶ συνείην ἐξαπατῶν σε καὶ παρέχων ὁρᾶν καὶ ἅπτεσθαι μίλτου ἀντὶ τοῦ ἐμαυτοῦ χρωτόσ; (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 10 6:1)
(크세노폰, Works on Socrates, , chapter 10 6:1)
파생어
- ἀλείφω (기름을 바르다, 도포하다, 기름을 부어 신성하게 하다)
- ἀπαλείφω (닦아내다, 닦다, 훔쳐내다)
- ἐναλείφω (to anoint with, to anoint oneself)
- ἐξαλείφω (때리다, 두드리다, 치다)
- ἐπαλείφω (to smear over, plaster up)
- παραλείφω (to bedaub as with ointment)
- περιαλείφω (기름을 바르다, 도포하다, 기름을 부어 신성하게 하다)
- προσαλείφω (to rub or smear upon)
- συναλείφω (to smear or gloss over)
- συνεξαλείφω (to abolish together)