헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιχρίω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιχρίω ἐπιχρίσω

형태분석: ἐπι (접두사) + χρί (어간) + ω (인칭어미)

  1. 기름을 바르다, 칠하다, 성별하다, 바르다
  1. to anoint, besmear, to anoint oneself
  2. to plaster over

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιχρίω

(나는) 기름을 바르다

ἐπιχρίεις

(너는) 기름을 바르다

ἐπιχρίει

(그는) 기름을 바르다

쌍수 ἐπιχρίετον

(너희 둘은) 기름을 바르다

ἐπιχρίετον

(그 둘은) 기름을 바르다

복수 ἐπιχρίομεν

(우리는) 기름을 바르다

ἐπιχρίετε

(너희는) 기름을 바르다

ἐπιχρίουσιν*

(그들은) 기름을 바르다

접속법단수 ἐπιχρίω

(나는) 기름을 바르자

ἐπιχρίῃς

(너는) 기름을 바르자

ἐπιχρίῃ

(그는) 기름을 바르자

쌍수 ἐπιχρίητον

(너희 둘은) 기름을 바르자

ἐπιχρίητον

(그 둘은) 기름을 바르자

복수 ἐπιχρίωμεν

(우리는) 기름을 바르자

ἐπιχρίητε

(너희는) 기름을 바르자

ἐπιχρίωσιν*

(그들은) 기름을 바르자

기원법단수 ἐπιχρίοιμι

(나는) 기름을 바르기를 (바라다)

ἐπιχρίοις

(너는) 기름을 바르기를 (바라다)

ἐπιχρίοι

(그는) 기름을 바르기를 (바라다)

쌍수 ἐπιχρίοιτον

(너희 둘은) 기름을 바르기를 (바라다)

ἐπιχριοίτην

(그 둘은) 기름을 바르기를 (바라다)

복수 ἐπιχρίοιμεν

(우리는) 기름을 바르기를 (바라다)

ἐπιχρίοιτε

(너희는) 기름을 바르기를 (바라다)

ἐπιχρίοιεν

(그들은) 기름을 바르기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιχρίε

(너는) 기름을 발라라

ἐπιχριέτω

(그는) 기름을 발라라

쌍수 ἐπιχρίετον

(너희 둘은) 기름을 발라라

ἐπιχριέτων

(그 둘은) 기름을 발라라

복수 ἐπιχρίετε

(너희는) 기름을 발라라

ἐπιχριόντων, ἐπιχριέτωσαν

(그들은) 기름을 발라라

부정사 ἐπιχρίειν

기름을 바르는 것

분사 남성여성중성
ἐπιχριων

ἐπιχριοντος

ἐπιχριουσα

ἐπιχριουσης

ἐπιχριον

ἐπιχριοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιχρίομαι

(나는) 기름을 발러지다

ἐπιχρίει, ἐπιχρίῃ

(너는) 기름을 발러지다

ἐπιχρίεται

(그는) 기름을 발러지다

쌍수 ἐπιχρίεσθον

(너희 둘은) 기름을 발러지다

ἐπιχρίεσθον

(그 둘은) 기름을 발러지다

복수 ἐπιχριόμεθα

(우리는) 기름을 발러지다

ἐπιχρίεσθε

(너희는) 기름을 발러지다

ἐπιχρίονται

(그들은) 기름을 발러지다

접속법단수 ἐπιχρίωμαι

(나는) 기름을 발러지자

ἐπιχρίῃ

(너는) 기름을 발러지자

ἐπιχρίηται

(그는) 기름을 발러지자

쌍수 ἐπιχρίησθον

(너희 둘은) 기름을 발러지자

ἐπιχρίησθον

(그 둘은) 기름을 발러지자

복수 ἐπιχριώμεθα

(우리는) 기름을 발러지자

ἐπιχρίησθε

(너희는) 기름을 발러지자

ἐπιχρίωνται

(그들은) 기름을 발러지자

기원법단수 ἐπιχριοίμην

(나는) 기름을 발러지기를 (바라다)

ἐπιχρίοιο

(너는) 기름을 발러지기를 (바라다)

ἐπιχρίοιτο

(그는) 기름을 발러지기를 (바라다)

쌍수 ἐπιχρίοισθον

(너희 둘은) 기름을 발러지기를 (바라다)

ἐπιχριοίσθην

(그 둘은) 기름을 발러지기를 (바라다)

복수 ἐπιχριοίμεθα

(우리는) 기름을 발러지기를 (바라다)

ἐπιχρίοισθε

(너희는) 기름을 발러지기를 (바라다)

ἐπιχρίοιντο

(그들은) 기름을 발러지기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιχρίου

(너는) 기름을 발러져라

ἐπιχριέσθω

(그는) 기름을 발러져라

쌍수 ἐπιχρίεσθον

(너희 둘은) 기름을 발러져라

ἐπιχριέσθων

(그 둘은) 기름을 발러져라

복수 ἐπιχρίεσθε

(너희는) 기름을 발러져라

ἐπιχριέσθων, ἐπιχριέσθωσαν

(그들은) 기름을 발러져라

부정사 ἐπιχρίεσθαι

기름을 발러지는 것

분사 남성여성중성
ἐπιχριομενος

ἐπιχριομενου

ἐπιχριομενη

ἐπιχριομενης

ἐπιχριομενον

ἐπιχριομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπέχριον

(나는) 기름을 바르고 있었다

ἐπέχριες

(너는) 기름을 바르고 있었다

ἐπέχριεν*

(그는) 기름을 바르고 있었다

쌍수 ἐπεχρίετον

(너희 둘은) 기름을 바르고 있었다

ἐπεχριέτην

(그 둘은) 기름을 바르고 있었다

복수 ἐπεχρίομεν

(우리는) 기름을 바르고 있었다

ἐπεχρίετε

(너희는) 기름을 바르고 있었다

ἐπέχριον

(그들은) 기름을 바르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεχριόμην

(나는) 기름을 발러지고 있었다

ἐπεχρίου

(너는) 기름을 발러지고 있었다

ἐπεχρίετο

(그는) 기름을 발러지고 있었다

쌍수 ἐπεχρίεσθον

(너희 둘은) 기름을 발러지고 있었다

ἐπεχριέσθην

(그 둘은) 기름을 발러지고 있었다

복수 ἐπεχριόμεθα

(우리는) 기름을 발러지고 있었다

ἐπεχρίεσθε

(너희는) 기름을 발러지고 있었다

ἐπεχρίοντο

(그들은) 기름을 발러지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Χρὴ δὲ ἡρμόσθαι μὲν τὴν κνήμην καὶ τὸν πόδα οὕτωσ, ὡσ αὐτὸσ ἐθέλει, μοῦνον δὲ, μὴ ἀπῃωρημένα, μηδὲ κινεύμενα ἔστω‧ ἰητρεύειν δὲ πισσηρῇ καὶ σπλήνεσιν οἰνηροῖσιν, ὀλίγοισι, μὴ ἄγαν ψυχροῖσι, ψῦχοσ γὰρ ἐν τοῖσι τοιούτοισι σπασμὸν ἐπικαλέεται‧ ἐπιτήδεια δὲ καὶ φύλλα σεύτλων, ἢ βηχίου, ἢ ἄλλου τινὸσ τῶν τοιουτέων, ἐν οἴνῳ μέλανι αὐστηρῷ ἡμίεφθα ἐπιτιθέντα ἰητρεύειν ἐπί τε τὸ ἕλκοσ, ἐπί τε τὰ περιέχοντα, κηρωτῇ δὲ χλιερῇ ἐπιχρίειν αὐτὸ τὸ ἕλκοσ‧ ἢν δὲ ἡ ὡρ́η χειμερινὴ ἐῄ, καὶ ἔρια Ῥυπαρὰ οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ καταῤῬαίνοντα χλιεροῖσιν ἄνωθεν ἐπιτέγγειν‧ καταδεῖν δὲ μηδὲν μηδενὶ, μηδε περιπλάσσειν‧ εὖ γὰρ εἰδέναι χρὴ, ὅτι πίεξισ καὶ ἀχθοφορίη πᾶν κακὸν τοῖσι τοιούτοισίν ἐστιν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 63.5)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 63.5)

  • ὁ δ’ ἄρα οὐδὲ τοῦτο ἐκείνοισ παρῆκεν, ἀλλ’ οὔσησ τῆσ ἀποστάσεωσ θαυμαστῆσ ὅσησ καὶ δοκοῦντοσ ἅπαντοσ ἀπηλλοτριῶσθαι τοῦ δέρματοσ, ὠὸν κελεύσασ ἐπιχρίειν οὕτωσ ἰάσατο καὶ συνήγαγε πάντα εἰσ ταυτὸν, ὥστε ὀλίγων ἡμερῶν παρελθουσῶν οὐδεὶσ οἱο͂́σ τ’ ἦν εὑρεῖν ἐν ὁποτέρῳ μηρῷ τὸ φῦμα ἐκεῖνο ἐγένετο, ἀλλ’ ἤστην ἀμφοτέρω καθαρὼ τοῖσ ἅπασι. (Aristides, Aelius, Orationes, 16:13)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 16:13)

유의어

  1. 기름을 바르다

  2. to plaster over

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION