헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνηβολέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνηβολέω

형태분석: συνηβολέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: balei=n, with h inserted

  1. 만나다, 우연히 만나다
  1. to fall in with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηβολῶ

(나는) 만난다

συνηβολεῖς

(너는) 만난다

συνηβολεῖ

(그는) 만난다

쌍수 συνηβολεῖτον

(너희 둘은) 만난다

συνηβολεῖτον

(그 둘은) 만난다

복수 συνηβολοῦμεν

(우리는) 만난다

συνηβολεῖτε

(너희는) 만난다

συνηβολοῦσιν*

(그들은) 만난다

접속법단수 συνηβολῶ

(나는) 만나자

συνηβολῇς

(너는) 만나자

συνηβολῇ

(그는) 만나자

쌍수 συνηβολῆτον

(너희 둘은) 만나자

συνηβολῆτον

(그 둘은) 만나자

복수 συνηβολῶμεν

(우리는) 만나자

συνηβολῆτε

(너희는) 만나자

συνηβολῶσιν*

(그들은) 만나자

기원법단수 συνηβολοῖμι

(나는) 만나기를 (바라다)

συνηβολοῖς

(너는) 만나기를 (바라다)

συνηβολοῖ

(그는) 만나기를 (바라다)

쌍수 συνηβολοῖτον

(너희 둘은) 만나기를 (바라다)

συνηβολοίτην

(그 둘은) 만나기를 (바라다)

복수 συνηβολοῖμεν

(우리는) 만나기를 (바라다)

συνηβολοῖτε

(너희는) 만나기를 (바라다)

συνηβολοῖεν

(그들은) 만나기를 (바라다)

명령법단수 συνηβόλει

(너는) 만나라

συνηβολείτω

(그는) 만나라

쌍수 συνηβολεῖτον

(너희 둘은) 만나라

συνηβολείτων

(그 둘은) 만나라

복수 συνηβολεῖτε

(너희는) 만나라

συνηβολούντων, συνηβολείτωσαν

(그들은) 만나라

부정사 συνηβολεῖν

만나는 것

분사 남성여성중성
συνηβολων

συνηβολουντος

συνηβολουσα

συνηβολουσης

συνηβολουν

συνηβολουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνηβολοῦμαι

(나는) 만나여진다

συνηβολεῖ, συνηβολῇ

(너는) 만나여진다

συνηβολεῖται

(그는) 만나여진다

쌍수 συνηβολεῖσθον

(너희 둘은) 만나여진다

συνηβολεῖσθον

(그 둘은) 만나여진다

복수 συνηβολούμεθα

(우리는) 만나여진다

συνηβολεῖσθε

(너희는) 만나여진다

συνηβολοῦνται

(그들은) 만나여진다

접속법단수 συνηβολῶμαι

(나는) 만나여지자

συνηβολῇ

(너는) 만나여지자

συνηβολῆται

(그는) 만나여지자

쌍수 συνηβολῆσθον

(너희 둘은) 만나여지자

συνηβολῆσθον

(그 둘은) 만나여지자

복수 συνηβολώμεθα

(우리는) 만나여지자

συνηβολῆσθε

(너희는) 만나여지자

συνηβολῶνται

(그들은) 만나여지자

기원법단수 συνηβολοίμην

(나는) 만나여지기를 (바라다)

συνηβολοῖο

(너는) 만나여지기를 (바라다)

συνηβολοῖτο

(그는) 만나여지기를 (바라다)

쌍수 συνηβολοῖσθον

(너희 둘은) 만나여지기를 (바라다)

συνηβολοίσθην

(그 둘은) 만나여지기를 (바라다)

복수 συνηβολοίμεθα

(우리는) 만나여지기를 (바라다)

συνηβολοῖσθε

(너희는) 만나여지기를 (바라다)

συνηβολοῖντο

(그들은) 만나여지기를 (바라다)

명령법단수 συνηβολοῦ

(너는) 만나여져라

συνηβολείσθω

(그는) 만나여져라

쌍수 συνηβολεῖσθον

(너희 둘은) 만나여져라

συνηβολείσθων

(그 둘은) 만나여져라

복수 συνηβολεῖσθε

(너희는) 만나여져라

συνηβολείσθων, συνηβολείσθωσαν

(그들은) 만나여져라

부정사 συνηβολεῖσθαι

만나여지는 것

분사 남성여성중성
συνηβολουμενος

συνηβολουμενου

συνηβολουμενη

συνηβολουμενης

συνηβολουμενον

συνηβολουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσυνηβόλουν

(나는) 만나고 있었다

ἐσυνηβόλεις

(너는) 만나고 있었다

ἐσυνηβόλειν*

(그는) 만나고 있었다

쌍수 ἐσυνηβολεῖτον

(너희 둘은) 만나고 있었다

ἐσυνηβολείτην

(그 둘은) 만나고 있었다

복수 ἐσυνηβολοῦμεν

(우리는) 만나고 있었다

ἐσυνηβολεῖτε

(너희는) 만나고 있었다

ἐσυνηβόλουν

(그들은) 만나고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσυνηβολούμην

(나는) 만나여지고 있었다

ἐσυνηβολοῦ

(너는) 만나여지고 있었다

ἐσυνηβολεῖτο

(그는) 만나여지고 있었다

쌍수 ἐσυνηβολεῖσθον

(너희 둘은) 만나여지고 있었다

ἐσυνηβολείσθην

(그 둘은) 만나여지고 있었다

복수 ἐσυνηβολούμεθα

(우리는) 만나여지고 있었다

ἐσυνηβολεῖσθε

(너희는) 만나여지고 있었다

ἐσυνηβολοῦντο

(그들은) 만나여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 만나다

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION