헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνεπιτελέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνεπιτελέω συνεπιτελέσω

형태분석: συν (접두사) + ἐπι (접두사) + τελέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to help to accomplish
  2. to join in performing

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπιτελῶ

συνεπιτελεῖς

συνεπιτελεῖ

쌍수 συνεπιτελεῖτον

συνεπιτελεῖτον

복수 συνεπιτελοῦμεν

συνεπιτελεῖτε

συνεπιτελοῦσιν*

접속법단수 συνεπιτελῶ

συνεπιτελῇς

συνεπιτελῇ

쌍수 συνεπιτελῆτον

συνεπιτελῆτον

복수 συνεπιτελῶμεν

συνεπιτελῆτε

συνεπιτελῶσιν*

기원법단수 συνεπιτελοῖμι

συνεπιτελοῖς

συνεπιτελοῖ

쌍수 συνεπιτελοῖτον

συνεπιτελοίτην

복수 συνεπιτελοῖμεν

συνεπιτελοῖτε

συνεπιτελοῖεν

명령법단수 συνεπιτέλει

συνεπιτελείτω

쌍수 συνεπιτελεῖτον

συνεπιτελείτων

복수 συνεπιτελεῖτε

συνεπιτελούντων, συνεπιτελείτωσαν

부정사 συνεπιτελεῖν

분사 남성여성중성
συνεπιτελων

συνεπιτελουντος

συνεπιτελουσα

συνεπιτελουσης

συνεπιτελουν

συνεπιτελουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπιτελοῦμαι

συνεπιτελεῖ, συνεπιτελῇ

συνεπιτελεῖται

쌍수 συνεπιτελεῖσθον

συνεπιτελεῖσθον

복수 συνεπιτελούμεθα

συνεπιτελεῖσθε

συνεπιτελοῦνται

접속법단수 συνεπιτελῶμαι

συνεπιτελῇ

συνεπιτελῆται

쌍수 συνεπιτελῆσθον

συνεπιτελῆσθον

복수 συνεπιτελώμεθα

συνεπιτελῆσθε

συνεπιτελῶνται

기원법단수 συνεπιτελοίμην

συνεπιτελοῖο

συνεπιτελοῖτο

쌍수 συνεπιτελοῖσθον

συνεπιτελοίσθην

복수 συνεπιτελοίμεθα

συνεπιτελοῖσθε

συνεπιτελοῖντο

명령법단수 συνεπιτελοῦ

συνεπιτελείσθω

쌍수 συνεπιτελεῖσθον

συνεπιτελείσθων

복수 συνεπιτελεῖσθε

συνεπιτελείσθων, συνεπιτελείσθωσαν

부정사 συνεπιτελεῖσθαι

분사 남성여성중성
συνεπιτελουμενος

συνεπιτελουμενου

συνεπιτελουμενη

συνεπιτελουμενης

συνεπιτελουμενον

συνεπιτελουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπιτελέσω

συνεπιτελέσεις

συνεπιτελέσει

쌍수 συνεπιτελέσετον

συνεπιτελέσετον

복수 συνεπιτελέσομεν

συνεπιτελέσετε

συνεπιτελέσουσιν*

기원법단수 συνεπιτελέσοιμι

συνεπιτελέσοις

συνεπιτελέσοι

쌍수 συνεπιτελέσοιτον

συνεπιτελεσοίτην

복수 συνεπιτελέσοιμεν

συνεπιτελέσοιτε

συνεπιτελέσοιεν

부정사 συνεπιτελέσειν

분사 남성여성중성
συνεπιτελεσων

συνεπιτελεσοντος

συνεπιτελεσουσα

συνεπιτελεσουσης

συνεπιτελεσον

συνεπιτελεσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπιτελέσομαι

συνεπιτελέσει, συνεπιτελέσῃ

συνεπιτελέσεται

쌍수 συνεπιτελέσεσθον

συνεπιτελέσεσθον

복수 συνεπιτελεσόμεθα

συνεπιτελέσεσθε

συνεπιτελέσονται

기원법단수 συνεπιτελεσοίμην

συνεπιτελέσοιο

συνεπιτελέσοιτο

쌍수 συνεπιτελέσοισθον

συνεπιτελεσοίσθην

복수 συνεπιτελεσοίμεθα

συνεπιτελέσοισθε

συνεπιτελέσοιντο

부정사 συνεπιτελέσεσθαι

분사 남성여성중성
συνεπιτελεσομενος

συνεπιτελεσομενου

συνεπιτελεσομενη

συνεπιτελεσομενης

συνεπιτελεσομενον

συνεπιτελεσομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to help to accomplish

  2. to join in performing

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION