헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνεπιβάλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνεπιβάλλω συνεπιβαλῶ

형태분석: συν (접두사) + ἐπι (접두사) + βάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 고려하다, 숙고하다, 여기다, 심사숙고하다
  1. to apply one's mind also, to consider, together
  2. to coincide with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπιβάλλω

(나는) 고려한다

συνεπιβάλλεις

(너는) 고려한다

συνεπιβάλλει

(그는) 고려한다

쌍수 συνεπιβάλλετον

(너희 둘은) 고려한다

συνεπιβάλλετον

(그 둘은) 고려한다

복수 συνεπιβάλλομεν

(우리는) 고려한다

συνεπιβάλλετε

(너희는) 고려한다

συνεπιβάλλουσιν*

(그들은) 고려한다

접속법단수 συνεπιβάλλω

(나는) 고려하자

συνεπιβάλλῃς

(너는) 고려하자

συνεπιβάλλῃ

(그는) 고려하자

쌍수 συνεπιβάλλητον

(너희 둘은) 고려하자

συνεπιβάλλητον

(그 둘은) 고려하자

복수 συνεπιβάλλωμεν

(우리는) 고려하자

συνεπιβάλλητε

(너희는) 고려하자

συνεπιβάλλωσιν*

(그들은) 고려하자

기원법단수 συνεπιβάλλοιμι

(나는) 고려하기를 (바라다)

συνεπιβάλλοις

(너는) 고려하기를 (바라다)

συνεπιβάλλοι

(그는) 고려하기를 (바라다)

쌍수 συνεπιβάλλοιτον

(너희 둘은) 고려하기를 (바라다)

συνεπιβαλλοίτην

(그 둘은) 고려하기를 (바라다)

복수 συνεπιβάλλοιμεν

(우리는) 고려하기를 (바라다)

συνεπιβάλλοιτε

(너희는) 고려하기를 (바라다)

συνεπιβάλλοιεν

(그들은) 고려하기를 (바라다)

명령법단수 συνεπιβάλλε

(너는) 고려해라

συνεπιβαλλέτω

(그는) 고려해라

쌍수 συνεπιβάλλετον

(너희 둘은) 고려해라

συνεπιβαλλέτων

(그 둘은) 고려해라

복수 συνεπιβάλλετε

(너희는) 고려해라

συνεπιβαλλόντων, συνεπιβαλλέτωσαν

(그들은) 고려해라

부정사 συνεπιβάλλειν

고려하는 것

분사 남성여성중성
συνεπιβαλλων

συνεπιβαλλοντος

συνεπιβαλλουσα

συνεπιβαλλουσης

συνεπιβαλλον

συνεπιβαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπιβάλλομαι

(나는) 고려된다

συνεπιβάλλει, συνεπιβάλλῃ

(너는) 고려된다

συνεπιβάλλεται

(그는) 고려된다

쌍수 συνεπιβάλλεσθον

(너희 둘은) 고려된다

συνεπιβάλλεσθον

(그 둘은) 고려된다

복수 συνεπιβαλλόμεθα

(우리는) 고려된다

συνεπιβάλλεσθε

(너희는) 고려된다

συνεπιβάλλονται

(그들은) 고려된다

접속법단수 συνεπιβάλλωμαι

(나는) 고려되자

συνεπιβάλλῃ

(너는) 고려되자

συνεπιβάλληται

(그는) 고려되자

쌍수 συνεπιβάλλησθον

(너희 둘은) 고려되자

συνεπιβάλλησθον

(그 둘은) 고려되자

복수 συνεπιβαλλώμεθα

(우리는) 고려되자

συνεπιβάλλησθε

(너희는) 고려되자

συνεπιβάλλωνται

(그들은) 고려되자

기원법단수 συνεπιβαλλοίμην

(나는) 고려되기를 (바라다)

συνεπιβάλλοιο

(너는) 고려되기를 (바라다)

συνεπιβάλλοιτο

(그는) 고려되기를 (바라다)

쌍수 συνεπιβάλλοισθον

(너희 둘은) 고려되기를 (바라다)

συνεπιβαλλοίσθην

(그 둘은) 고려되기를 (바라다)

복수 συνεπιβαλλοίμεθα

(우리는) 고려되기를 (바라다)

συνεπιβάλλοισθε

(너희는) 고려되기를 (바라다)

συνεπιβάλλοιντο

(그들은) 고려되기를 (바라다)

명령법단수 συνεπιβάλλου

(너는) 고려되어라

συνεπιβαλλέσθω

(그는) 고려되어라

쌍수 συνεπιβάλλεσθον

(너희 둘은) 고려되어라

συνεπιβαλλέσθων

(그 둘은) 고려되어라

복수 συνεπιβάλλεσθε

(너희는) 고려되어라

συνεπιβαλλέσθων, συνεπιβαλλέσθωσαν

(그들은) 고려되어라

부정사 συνεπιβάλλεσθαι

고려되는 것

분사 남성여성중성
συνεπιβαλλομενος

συνεπιβαλλομενου

συνεπιβαλλομενη

συνεπιβαλλομενης

συνεπιβαλλομενον

συνεπιβαλλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπιβαλῶ

(나는) 고려하겠다

συνεπιβαλεῖς

(너는) 고려하겠다

συνεπιβαλεῖ

(그는) 고려하겠다

쌍수 συνεπιβαλεῖτον

(너희 둘은) 고려하겠다

συνεπιβαλεῖτον

(그 둘은) 고려하겠다

복수 συνεπιβαλοῦμεν

(우리는) 고려하겠다

συνεπιβαλεῖτε

(너희는) 고려하겠다

συνεπιβαλοῦσιν*

(그들은) 고려하겠다

기원법단수 συνεπιβαλοῖμι

(나는) 고려하겠기를 (바라다)

συνεπιβαλοῖς

(너는) 고려하겠기를 (바라다)

συνεπιβαλοῖ

(그는) 고려하겠기를 (바라다)

쌍수 συνεπιβαλοῖτον

(너희 둘은) 고려하겠기를 (바라다)

συνεπιβαλοίτην

(그 둘은) 고려하겠기를 (바라다)

복수 συνεπιβαλοῖμεν

(우리는) 고려하겠기를 (바라다)

συνεπιβαλοῖτε

(너희는) 고려하겠기를 (바라다)

συνεπιβαλοῖεν

(그들은) 고려하겠기를 (바라다)

부정사 συνεπιβαλεῖν

고려할 것

분사 남성여성중성
συνεπιβαλων

συνεπιβαλουντος

συνεπιβαλουσα

συνεπιβαλουσης

συνεπιβαλουν

συνεπιβαλουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπιβαλοῦμαι

(나는) 고려되겠다

συνεπιβαλεῖ, συνεπιβαλῇ

(너는) 고려되겠다

συνεπιβαλεῖται

(그는) 고려되겠다

쌍수 συνεπιβαλεῖσθον

(너희 둘은) 고려되겠다

συνεπιβαλεῖσθον

(그 둘은) 고려되겠다

복수 συνεπιβαλούμεθα

(우리는) 고려되겠다

συνεπιβαλεῖσθε

(너희는) 고려되겠다

συνεπιβαλοῦνται

(그들은) 고려되겠다

기원법단수 συνεπιβαλοίμην

(나는) 고려되겠기를 (바라다)

συνεπιβαλοῖο

(너는) 고려되겠기를 (바라다)

συνεπιβαλοῖτο

(그는) 고려되겠기를 (바라다)

쌍수 συνεπιβαλοῖσθον

(너희 둘은) 고려되겠기를 (바라다)

συνεπιβαλοίσθην

(그 둘은) 고려되겠기를 (바라다)

복수 συνεπιβαλοίμεθα

(우리는) 고려되겠기를 (바라다)

συνεπιβαλοῖσθε

(너희는) 고려되겠기를 (바라다)

συνεπιβαλοῖντο

(그들은) 고려되겠기를 (바라다)

부정사 συνεπιβαλεῖσθαι

고려될 것

분사 남성여성중성
συνεπιβαλουμενος

συνεπιβαλουμενου

συνεπιβαλουμενη

συνεπιβαλουμενης

συνεπιβαλουμενον

συνεπιβαλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπέβαλλον

(나는) 고려하고 있었다

συνεπέβαλλες

(너는) 고려하고 있었다

συνεπέβαλλεν*

(그는) 고려하고 있었다

쌍수 συνεπεβάλλετον

(너희 둘은) 고려하고 있었다

συνεπεβαλλέτην

(그 둘은) 고려하고 있었다

복수 συνεπεβάλλομεν

(우리는) 고려하고 있었다

συνεπεβάλλετε

(너희는) 고려하고 있었다

συνεπέβαλλον

(그들은) 고려하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεπεβαλλόμην

(나는) 고려되고 있었다

συνεπεβάλλου

(너는) 고려되고 있었다

συνεπεβάλλετο

(그는) 고려되고 있었다

쌍수 συνεπεβάλλεσθον

(너희 둘은) 고려되고 있었다

συνεπεβαλλέσθην

(그 둘은) 고려되고 있었다

복수 συνεπεβαλλόμεθα

(우리는) 고려되고 있었다

συνεπεβάλλεσθε

(너희는) 고려되고 있었다

συνεπεβάλλοντο

(그들은) 고려되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to coincide with

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION