συνεφέλκω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
συνεφέλκω
συνεφείλκυσα
Structure:
συν
(Prefix)
+
ἐπ
(Prefix)
+
έ̔λκ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: cf. e(/lkw
Sense
- to draw after or along with, together
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- εἰσ ἄβυσσον καὶ ἀχανὲσ πέλαγοσ, ἀχρηστίαν καὶ ἀπραξίαν καὶ πᾶσάν ἄγνοιαν καὶ ἀδοξίαν συνεφελκόμενον. (Plutarch, An Recte Dictum Sit Latenter Esse Vivendum, section 7 8:1)
- πολλὰ γὰρ, ὡσ ἐοίκεν, ὕβρει τὸν δῆμον ὁρῶν ἤδη πλημμελοῦντα καὶ δι’ εὐτυχίαν καὶ φρόνημα τῇ βουλῇ δυσκάθεκτον ὄντα καὶ τὴν πόλιν ὅλην ὑπὸ δυνάμεωσ ὅπῃ ῥέψειε ταῖσ ὁρμαῖσ βίᾳ συνεφελκόμενον, ἐβούλετο τοῦτον γοῦν τὸν φόβον ὥσπερ χαλινὸν ἐπικεῖσθαι σωφρονιστῆρα τῇ θρασύτητι τῶν πολλῶν, ἔλαττον μὲν ἡγούμενοσ ἰσχύειν Καρχηδονίουσ τοῦ περιγενέσθαι Ῥωμαίων, μεῖζον δὲ τοῦ καταφρονεῖσθαι. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 27 2:1)
- ὥσπερ οὖν τὸν ἥλιον οἱ μαθηματικοὶ λέγουσι μήτε τὴν αὐτὴν τῷ οὐρανῷ φερόμενον φοράν μήτε ἄντικρυσ ἐναντίαν καὶ ἀντιβατικήν, ἀλλὰ λοξῷ καὶ παρεγκεκλιμένῳ πορείασ σχήματι χρώμενον ὑγρὰν καὶ εὐκαμπῆ καὶ περιελιττομένην ἕλικα ποιεῖν, ᾗ σῴζεται πάντα καὶ λαμβάνει τὴν ἀρίστην κρᾶσιν, οὕτωσ ἄρα τῆσ πολιτείασ ὁ μὲν ὄρθιοσ ἄγαν καὶ πρὸσ ἅπαντα τοῖσ δημοσίοισ ἀντιβαίνων τόνοσ ἀπηνὴσ καὶ σκληρόσ, ὥσπερ αὖ πάλιν ἐπισφαλὲσ καὶ κάταντεσ τὸ συνεφελκόμενον οἷσ ἁμαρτάνουσιν οἱ πολλοὶ καὶ συνεπιρρέπον, ἡ δὲ ἀνθυπείκουσα πειθομένοισ καὶ διδοῦσα τὸ πρὸσ χάριν, εἶτα ἀπαιτοῦσα τὸ συμφέρον ἐπιστασία καὶ κυβέρνησισ ἀνθρώπων πολλὰ πρᾴωσ καὶ χρησίμωσ ὑπουργούντων, εἰ μὴ πάντα δεσποτικῶσ καὶ βιαίωσ ἄγοιντο, σωτήριοσ, ἐργώδησ δὲ καὶ χαλεπὴ καὶ τὸ σεμνὸν ἔχουσα τῷ ἐπιεικεῖ δύσμικτον· (Plutarch, chapter 2 4:1)
Synonyms
-
to draw after or along with
Derived
- ἀνέλκω (to draw up, holds, up)
- ἀνθέλκω (to draw or pull against, to pull against)
- ἀφέλκω (to drag away, to drag or tow, away)
- διέλκω (to draw asunder, widen, to pull through)
- εἰσέλκω (to draw, haul, drag in or into)
- ἕλκω (to draw, drag, began to drag)
- ἐξέλκω (to draw or drag out, to drag out from, to drag along)
- ἐφέλκω (to draw on, drag or trail after, to lead)
- καθέλκω (to draw, to the sea, launch)
- μεθέλκω (to draw to the other side)
- παρέλκω (to draw aside, pervert, to draw aside to oneself)
- περιέλκω (to drag round, drag about, to draw round another way)
- προσέλκω (to draw towards, draw on, to draw towards oneself)
- προσκαθέλκω (to haul down besides)
- συγκαθέλκω (to drag down together)
- συνέλκω (to draw together, to draw up, contract)
- ὑφέλκω (to draw away gently, to draw, away)