συνεφέλκω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
συνεφέλκω
συνεφείλκυσα
Structure:
συν
(Prefix)
+
ἐπ
(Prefix)
+
έ̔λκ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: cf. e(/lkw
Sense
- to draw after or along with, together
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τὴν εὐλάβειαν καὶ τὴν φρόνησιν, καὶ τὸ μὴ φαινόμενον ἀλλὰ τὰ μὲν ἐσφαλμένα τὰ δ’ ὑπὸ δόξησ κενῆσ προσπίπτειν πρὸσ τὰ κοινὰ καὶ συνεφέλκεσθαι τὸν ὄχλον, ὥσπερ θάλατταν ὑπὸ πνευμάτων ἐκταραττόμενον, ἀλλὰ πράωσ τε χρῆσθαι καὶ μετρίωσ τοῖσ ἐντυγχάνουσιν. (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 8 7:1)
- "φοιτᾶν δὲ ταῦτα πανταχόθεν ἀπιόντα καὶ σκευῶν καὶ ἱματίων καὶ φυτῶν μάλιστα δὲ ζῴων ὑπὸ σάλου πολλοῦ καὶ θερμότητοσ οὐ μόνον ἔχοντα μορφοειδεῖσ τοῦ σώματοσ ἐκμεμαγμένασ ὁμοιότητασ ὡσ Ἐπίκουροσ οἰέται μέχρι τούτου Δημοκρίτῳ συνεπόμενοσ, ἐνταῦθα δὲ προλιπὼν τὸν λόγον, ἀλλὰ καὶ τῶν κατὰ ψυχὴν κινημάτων καὶ βουλευμάτων ἑκάστῳ καὶ ἠθῶν καὶ παθῶν ἐμφάσεισ ἀναλαμβάνοντα συνεφέλκεσθαι, καὶ προσπίπτοντα μετὰ τούτων ὥσπερ ἔμψυχα φράζειν καὶ διαγγέλλειν τοῖσ ὑποδεχομένοισ τὰσ τῶν μεθιέντων αὐτὰ δόξασ καὶ διαλογισμοὺσ καὶ ὁρμάσ, ὅταν ἐνάρθρουσ καὶ ἀσυγχύτουσ φυλάττοντα προσμίξῃ τὰσ εἰκόνασ. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 8, 11:2)
- οἱ μὲν γὰρ περὶ τὴν τυραννίδα τοῦ Ἀγαθοκλέουσ καὶ τῶν τέκνων αὐτοῦ τὴν συμφορὰν ὠδύροντο, τῶν δ’ ἰδιωτῶν οἱ μὲν τοὺσ ἀπολωλέναι δοκοῦντασ κατὰ Λιβύην ἔκλαιον, οἱ δὲ τοὺσ ἐκπίπτοντασ ἀφ’ ἑστίασ καὶ πατρῴων θεῶν, οἷσ οὔτε μένειν ἐξῆν οὔτ’ ἐκτὸσ τῶν τειχῶν προάγειν, πολιορκούντων τῶν βαρβάρων, πρὸσ δὲ τοῖσ εἰρημένοισ κακοῖσ τηλικούτοισ οὖσιν ἠναγκάζοντο νηπίουσ παῖδασ καὶ γυναῖκασ συνεφέλκεσθαι τῇ φυγῇ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 15 5:1)
Synonyms
-
to draw after or along with
Derived
- ἀνέλκω (to draw up, holds, up)
- ἀνθέλκω (to draw or pull against, to pull against)
- ἀφέλκω (to drag away, to drag or tow, away)
- διέλκω (to draw asunder, widen, to pull through)
- εἰσέλκω (to draw, haul, drag in or into)
- ἕλκω (to draw, drag, began to drag)
- ἐξέλκω (to draw or drag out, to drag out from, to drag along)
- ἐφέλκω (to draw on, drag or trail after, to lead)
- καθέλκω (to draw, to the sea, launch)
- μεθέλκω (to draw to the other side)
- παρέλκω (to draw aside, pervert, to draw aside to oneself)
- περιέλκω (to drag round, drag about, to draw round another way)
- προσέλκω (to draw towards, draw on, to draw towards oneself)
- προσκαθέλκω (to haul down besides)
- συγκαθέλκω (to drag down together)
- συνέλκω (to draw together, to draw up, contract)
- ὑφέλκω (to draw away gently, to draw, away)