헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνδιώκω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνδιώκω συνδιώξομαι

형태분석: συν (접두사) + διώκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to chase away together, join in the chase
  2. to join in the prosecution

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιώκω

συνδιώκεις

συνδιώκει

쌍수 συνδιώκετον

συνδιώκετον

복수 συνδιώκομεν

συνδιώκετε

συνδιώκουσιν*

접속법단수 συνδιώκω

συνδιώκῃς

συνδιώκῃ

쌍수 συνδιώκητον

συνδιώκητον

복수 συνδιώκωμεν

συνδιώκητε

συνδιώκωσιν*

기원법단수 συνδιώκοιμι

συνδιώκοις

συνδιώκοι

쌍수 συνδιώκοιτον

συνδιωκοίτην

복수 συνδιώκοιμεν

συνδιώκοιτε

συνδιώκοιεν

명령법단수 συνδίωκε

συνδιωκέτω

쌍수 συνδιώκετον

συνδιωκέτων

복수 συνδιώκετε

συνδιωκόντων, συνδιωκέτωσαν

부정사 συνδιώκειν

분사 남성여성중성
συνδιωκων

συνδιωκοντος

συνδιωκουσα

συνδιωκουσης

συνδιωκον

συνδιωκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνδιώκομαι

συνδιώκει, συνδιώκῃ

συνδιώκεται

쌍수 συνδιώκεσθον

συνδιώκεσθον

복수 συνδιωκόμεθα

συνδιώκεσθε

συνδιώκονται

접속법단수 συνδιώκωμαι

συνδιώκῃ

συνδιώκηται

쌍수 συνδιώκησθον

συνδιώκησθον

복수 συνδιωκώμεθα

συνδιώκησθε

συνδιώκωνται

기원법단수 συνδιωκοίμην

συνδιώκοιο

συνδιώκοιτο

쌍수 συνδιώκοισθον

συνδιωκοίσθην

복수 συνδιωκοίμεθα

συνδιώκοισθε

συνδιώκοιντο

명령법단수 συνδιώκου

συνδιωκέσθω

쌍수 συνδιώκεσθον

συνδιωκέσθων

복수 συνδιώκεσθε

συνδιωκέσθων, συνδιωκέσθωσαν

부정사 συνδιώκεσθαι

분사 남성여성중성
συνδιωκομενος

συνδιωκομενου

συνδιωκομενη

συνδιωκομενης

συνδιωκομενον

συνδιωκομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to chase away together

  2. to join in the prosecution

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION