συναρπάζω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συναρπάζω
συναρπάσομαι
συνήρπασα
형태분석:
συν
(접두사)
+
ἁρπάζ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 이끌다, 같이 돌다, 같이 나르다
- 잡다, 쥐다, 장악하다
- to seize and carry clean away
- to seize and pin, together
- to seize, grasp
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τὰ δ̓ ἄλλα ὧν ἐξ ἀρχῆσ ἐπιθυμῶν συνέστησά σοι τὸν νεανίσκον, ὁ δ̓ οὐδὲν ἀμείνων γεγένηται διὰ σέ, ὃσ τοὐμοῦ γείτονοσ Ἐχεκράτουσ τὴν θυγατέρα συναρπάσασ παρθένον οὖσαν διέφθειρε καὶ ὀλίγου δίκην ἔφυγε βιαίων, εἰ μὴ ἐγὼ ταλάντου ὠνησάμην τὸ πλημμέλημα παρὰ πένητοσ ἀνδρὸσ τοῦ Ἐχεκράτουσ· (Lucian, 168:2)
(루키아노스, 168:2)
- ὡσ οὖν παρῆν τοῦτο πράξουσα κατὰ τὸν νόμον, ἐπελθὼν ὁ Ἀλκιβιάδησ καὶ συναρπάσασ αὐτὴν ἀπῆλθε δι’ ἀγορᾶσ οἴκαδε κομίζων, μηδενὸσ ἐναντιωθῆναι μηδ’ ἀφελέσθαι τολμήσαντοσ. (Plutarch, , chapter 8 4:1)
(플루타르코스, , chapter 8 4:1)
- ἐπεὶ δὲ Μιθριδάτησ ἑξήκοντα Γαλατῶν τοὺσ ἀρίστουσ μεταπεμψάμενοσ εἰσ Πέργαμον ὡσ φίλουσ, ὑβριστικῶσ ἐδόκει καὶ δεσποτικῶσ προσφέρεσθαι, καὶ πάντεσ ἠγανάκτουν, Πορηδόριξ, ἀνὴρ τό τε σῶμα ῥωμαλέοσ καὶ τὴν ψυχὴν διαφέρων ἦν δὲ Τοσιωπῶν τετράρχησ, ἀνεδέξατο τὸν Μιθριδάτην, ὅταν ἐν τῷ βήματι ἐν γυμνασίῳ χρηματίζῃ συναρπάσασ ὤσειν ἅμα σὺν αὐτῷ κατὰ τῆσ φάραγγοσ. (Plutarch, Mulierum virtutes, 1)
(플루타르코스, Mulierum virtutes, 1)
- ἐπεὶ δὲ Μιθριδάτησ ἑξήκοντα Γαλατῶν τοὺσ ἀρίστουσ μεταπεμψάμενοσ εἰσ Πέργαμον ὡσ φίλουσ, ὑβριστικῶσ ἐδόκει καὶ δεσποτικῶσ προσφέρεσθαι, καὶ πάντεσ ἠγανάκτουν, Πορηδόριξ, ἀνὴρ τό τε σῶμα ῥωμαλέοσ καὶ τὴν ψυχὴν διαφέρων ἦν δὲ Τοσιωπῶν τετράρχησ, ἀνεδέξατο τὸν Μιθριδάτην, ὅταν ἐν τῷ βήματι χρηματίζῃ συναρπάσασ ὤσειν ἅμα σὺν αὐτῷ κατὰ τῆσ φάραγγοσ. (Plutarch, Mulierum virtutes, 1:1)
(플루타르코스, Mulierum virtutes, 1:1)
- πάντα γὰρ συναρπάσασ θύελλ’ ὅπωσ βέβηκασ. (Sophocles, episode 1:8)
(소포클레스, episode 1:8)
유의어
-
to seize and carry clean away
-
이끌다
-
잡다
파생어
- ἀναρπάζω (포착하다, 잡아채다, 앗아가다)
- ἁρπάζω (앗아가다, 빼앗아 가다, 실어나르다)
- ἀφαρπάζω (앗아가다, 빼앗아 가다, 빼앗다)
- διαρπάζω (파괴하다, 종결하다, 약탈하다)
- ἐξαναρπάζω (앗아가다, 빼앗아 가다)
- ἐξαρπάζω (구조하다, 살리다, 높이다)
- καθαρπάζω (to snatch down)
- παραρπάζω (to filch away)
- προαρπάζω (세게 물다, 쏘아붙이다, 호되게 말하다)
- ὑφαρπάζω (잡다, 빼앗다, 받다)